Αρχαιολογικές έρευνες τοποθετούν την ανθρώπινη δραστηριότητα στη Σάμο ήδη κατά τη Νεολιθική εποχή, ενώ την κατοίκησή της κατά την Πρωτοελλαδική εποχή μέχρι και το τέλος της Υστεροελλαδικής (από το 3000 έως το 1200-1100 π.Χ.), με πρώτους κατοίκους της τους Φοίνικες, τους Πελασγούς, τους Κάρες και τους Λέλεγες. Το νησί οφείλει το όνομά του στη φοινικική λέξη sama που σημαίνει τόπο με ψηλά βουνά, και πράγματι το όρος Κέρκης ή Κερκευτεύς (1437 μ.), εξαιρουμένων των βουνών της Κρήτης και της Εύβοιας, είναι το δεύτερο υψηλότερο βουνό σε νησί του Αιγαίου μετά το Σάος ή Φεγγάρι της Σαμοθράκης. Άλλωστε και ο Στράβων αναφερόμενος στην πόλη της αρχαίας Ηλείας Σαμικόν, που πλέον ήταν φρούριο, καταθέτει πως ονομαζόταν και Σάμος εξαιτίας ίσως του ύψους, επειδή σάμους έλεγαν τα ύψη.

Σύμφωνα, ωστόσο, με τον μύθο που διεκδικεί πάντα αιτιολογικά τα πρωτεία, ο πρώτος μυθικός οικιστής του νησιού είναι ο Σάμος, ο γιος του Αρκάδα Αγκαίου και ήρωα της Αργοναυτικής εκστρατείας, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο, δέκα χρόνια προτού λάβει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, πήρε μαζί του πολλούς Αρκάδες και πέρασε στην Κεφαλληνία, όπου όμως δεν παρέμεινε πολύ χρόνο, επειδή ένας χρησμός του Απόλλωνα τού επέβαλε τα εξής: Ἀγκαῖ’, εἰνάλιαν νῆσον Σάμον ἀντὶ Σάμης σὲ οἰκίζειν κέλομαι‧ Φυλλάς δ’ ὀνομάζεται αὕτη. Συγκέντρωσε λοιπόν αρκετούς αποίκους από την Κεφαλληνία, την Αρκαδία και τη Θεσσαλία, έστειλε και μάζεψε αποίκους και από την Αθήνα, την Επίδαυρο και τη Χαλκίδα και ήρθε και κατοίκησε το όμορφο νησί ονομάζοντάς το κατά την επιταγή του χρησμού Σάμο από τη Σάμη της Κεφαλληνίας. Ο Ιάμβλιχος αναφέρεται στο νησί με το όνομα «Μελάμφυλλος» εξαιτίας της αρετής του εδάφους και της γης.

Κι ενώ ο μύθος αυτός υποδεικνύει εντέχνως το ιστορικό γεγονός της μετακίνησης προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πληθυσμών από την κυρίως Ελλάδα στα τέλη της δεύτερης π.Χ. χιλιετίας, παραδίδει και τις παλαιότερες ονομασίες του νησιού Μελάμφυλλος και Φυλλάς που οφείλονται στην αρχαιόθεν οργιαστική του βλάστηση. Στην κατάφυτη περιβολή της η Σάμος, χάρη στην οποία επιδόθηκε και στη ναυπηγική τέχνη, όφειλε και άλλα της ονόματα σημαίνοντα το φυσικό της κάλλος, όπως είναι λ.χ. το Ανθέμουσα. Η ἱμερόεσσα όμως Σάμος καταγράφεται από τον Διονύσιο τον Περιηγητή και ως κατοικία της Πελασγικής Ήρας, γι’ αυτό και άλλα της επίθετα/ονόματα οφείλονται στην προστάτιδα του νησιού Ήρα, όπως είναι λ.χ. το Παρθενία που αναφέρουν πολλοί συγγραφείς όπως είναι ο Βάρρων, του οποίου τα γραφόμενα μεταφέρει ο Λακτάντιος, ο Στράβων, ο Υγίνος και ο Στέφανος ο Βυζάντιος είτε επειδή εκεί γεννήθηκε και ανατράφηκε η Ήρα όταν ήταν παρθένος, είτε πιο ειδικά, επειδή γεννήθηκε στις όχθες του ποταμού Ιμβράσου που μετονομάστηκε γι’ αυτόν τον λόγο Παρθένιος.

Μάλιστα ο Παυσανίας, ακόμη πιο λεπτομερώς, αναφέρει πως κατά τους Σάμιους η Ήρα γεννήθηκε στις όχθες του Ιμβράσου κάτω από μια λυγαριά, το σύμβολο της αγνότητας, δίπλα στο Ηραίον, την οποία λυγαριά συγκαταλέγει ανάμεσα στα αρχαιότερα δέντρα. Κι ενώ ο Ησύχιος στο λεξικό του αναφέρει και το όνομα Δόρυσσα, ο Παυσανίας καταθέτει, ακόμη, την άποψη πως οι Αργοναύτες έχτισαν το ιερό της Ήρας στη Σάμο μεταφέροντας εκεί το άγαλμα της θεάς από το Άργος. Ο Αθήναιος, όμως, παραδίδοντας διαφορετική άποψη, φαίνεται πως πηγαίνει ακόμη παλαιότερα γράφοντας πως όταν η Αδμήτη, η κόρη του Ευρυσθέα και ιέρεια της Αργείας Ήρας, μετέφερε από το Άργος στη Σάμο το άγαλμα της θεάς, βρήκε εκεί έναν πανάρχαιο ιερό της Ήρας που είχε πρωτοϊδρυθεί από τους Λέλεγες και τις Νύμφες, περίπου τον 13ο π.Χ. αιώνα.

Ενώ ο ναός της Ήρας άρχισε κατά τους ιστορικούς χρόνους να οικοδομείται μετά την έλευση των πρώτων αποίκων του νησιού, των Ιώνων, γύρω στο 800 π.Χ., εντούτοις δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και μόλις τον 6ο αι. π.Χ. επί του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη αποκτά μνημειακό χαρακτήρα. Τόσο το Ηραίον, τα ερείπια του οποίου βρίσκονται σήμερα κοντά στο σύγχρονο Ηραίον, όσο και το Ευπαλίνειο όρυγμα (550 π.Χ.), ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της μηχανικής, αλλά και ο μόλος του λιμανιού μέσα στη θάλασσα, αναφέρονται από τον Ηρόδοτο ως αξιοθαύμαστα έργα.
Στο Ηραίον, του οποίου αρχιτέκτονας υπήρξε ο Ροίκος, ο γιος του Φιλέα, ο ιστορικός αναφέρεται με τη φράση ο μεγαλύτερος ναός από όλους όσους εμείς γνωρίζουμε (νηὸς μέγιστος πάντων νηῶν τῶν ἡμεῖς ἴδμεν), ενώ στο Ευπαλίνειο όρυγμα που οφείλει το όνομά του στον Μεγαρέα σχεδιαστή και μηχανικό του Ευπαλίνo, αναφέρεται με το χαρακτηριστικό επίθετο αμφίστομον. Και πράγματι, για το υπόγειο αυτό υδραγωγείο διανοίχτηκαν αμφιπλεύρως του βουνού συγχρόνως δύο σήραγγες 1.036 μέτρων, οι οποίες συναντήθηκαν περίπου στο μέσον, με ακρίβεια αξιοθαύμαστη για τα τεχνικά μέσα της εποχής. Μετά τον Ηρόδοτο ο Στράβων καταγράφει πως κατά την εποχή του το Ηραίον ήταν πινακοθήκη.

Η Σάμος είναι νησί με πασίγνωστο οίνο από την αρχαιότητα, τόπος κατασκευής των πρώτων χάλκινων αγαλμάτων και γενέτειρα σπουδαίων προσωπικοτήτων όπως του ποιητή Σημωνίδη του Αμοργίνου που καταγόταν από τη Σάμο (7ος–6ος αι. π.Χ.), του φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα (6ος αι. π.Χ.), του μυθογράφου Αισώπου (6ος αι. π.Χ.), των φιλοσόφων Μέλισσου (5ος αι. π.Χ.) και Επίκουρου (4ος-3ος αι. π.Χ.) και του αστρονόμου και μαθηματικού Αρίσταρχου (3ος αι. π.Χ.). Γύρω στο 650 π.Χ. η Μελάμφυλλος συνιστά ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα στο Αιγαίο με έντονη δραστηριότητα, καθώς εξάγει κρασί και κεραμικά, ενώ εισάγει υφάσματα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και ανοίγει εμπορικές οδούς με την Αίγυπτο, την Κυρήνη, την Κόρινθο αλλά και με τη Μαύρη Θάλασσα. Επιπλέον, η Σάμος γίνεται ένα από τα δώδεκα μέλη του Κοινού των Ιώνων ή της Ιωνικής Δωδεκάπολης και συμμετέχει στην Ιωνική επανάσταση κατά των Περσών το 499 π.Χ.

Στις μέρες μας η Σάμος με την εκτυφλωτική της ομορφιά που συνθέτουν η βλάστηση, ο βιότοπος της Αλυκής και οι καταρράκτες της αλλά και με τα πολιτιστικά της στολίδια όπως είναι το Ηραίον, ο μεγαλύτερος ναός της Ήρας στην αρχαιότητα και πλέον Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, καλλωπίζει το Ανατολικό Αιγαίο και χαιρετά εξ Ανατολής το Ικάριο πέλαγος. Σήμερα αξιοθέατο συνιστά και το Σπήλαιο του Πυθαγόρα, το αρχαίο θέατρο του 4ου αι. π.Χ. που βρίσκεται μόλις δύο χιλιόμετρα από την κωμόπολη Πυθαγόρειο προς τον δρόμο που οδηγεί στο Ευπαλίνειο όρυγμα, όπως και τα Ρωμαϊκά λουτρά του 2ου μ.Χ. αιώνα. Εκτός από το Αρχαιολογικό Μουσείο Πυθαγορείου που φιλοξενεί αγάλματα – μεταξύ αυτών και το καθιστό άγαλμα που αφιέρωσε ο τύραννος της Σάμου Αιάκης στην Ήρα (540 π.Χ.) – επιτύμβιες στήλες, σαρκοφάγους, μαρμάρινους ανδριάντες και κεραμικά, το νησί διαθέτει και το Μουσείο Σαμιακού Οίνου που περιγράφει μέσω εκθεμάτων όλη την ιστορική και κοινωνικοπολιτιστική διαδρομή του εντόπιου κρασιού.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ