You are currently viewing ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ

ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Ένας κήπος γεμάτος ζαρζαβάτια που μεγαλώνουν με ένα κομμάτι της ψυχής του. Κόβει με τα χέρια του τρυφερά κολοκυθάκια και μας τα προσφέρει από καρδιάς. Με τους ανθούς κάνει ομελέτα με αυγά από τις κότες, που τις ταΐζει φραγκόσυκα, να παίρνουν νοστιμιά. Το μποστάνι του πέρασε από γενιά σε γενιά, απ’ τα χέρια του πεθερού του, στα δικά του και στου γιου του. Μια μικρή Εδέμ. Μαρούλια, κρεμμύδια, πατάτες, μυρωδικά, ελιές, βερικοκιές, κορόμηλα, λεμόνια, ό,τι καλό πιάνει στο χώμα της Ανάφης.

Γεννημένος το ΄59, έφυγε για πρώτη φορά από το νησί κρυφά απ’ τους γονείς του στα 14. Μπήκε σε ένα πλοίο να βοηθήσει δήθεν στο κουβάλημα και έφυγε για Αθήνα, να βρει τα αδέρφια του που ζούσαν ήδη εκεί. Οι γονείς του δεν θέλανε να χάσουν και αυτόν, είχαν ζώα και δουλειές, χρειάζονταν χέρια. Έμεινε δίπλα στον αδερφό του για έναν μήνα αλλά πριν καλά καλά το χαρεί, τον πρόλαβε η επιστράτευση. Βρήκε την ευκαιρία να ξαναπάει στην Αθήνα αργότερα, ώσπου το ΄86 επέστρεψε μόνιμα στο νησί. Τους φώναξε με την γυναίκα του ο πεθερός του να αναλάβουν τη γη, να κάνουν δωμάτια, να μείνουν εκεί.

«Είναι δύσκολο να βρει κανείς το ταίρι του στο νησί, να βρει δουλειά και να μείνει. Το νησί είναι προικισμένο με χέρια καλά στην οικοδομή, την πέτρα και το χτίσιμο. Παλιότερα είχε πολλούς αγρότες και οι άνθρωποι βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Οι εξόριστοι που βρέθηκαν εκεί, γιατροί, επιστήμονες και μορφωμένοι άνθρωποι, παρείχαν και εκείνοι τις γνώσεις τους όποτε υπήρχε ανάγκη, που η απομόνωση του νησιού καθιστούσε επιτακτική. Όταν φουρτουνιάζει η θάλασσα είναι φόβητρο. Έναν χειμώνα το νησί έμεινε 40 ημέρες με απαγορευτικά, αποκομμένη, χωρίς νερό, τρόφιμα, φάρμακα. Όταν ήρθε ξανά καράβι, στήθηκε γλέντι ολόκληρο.»

Ο Παναγιώτης θυμάται με χαμόγελο τις μέρες που είχε ανοίξει το καφενείο του και έκαναν γλέντια σχεδόν κάθε βράδυ. Ήταν φορές που με τις μαντινάδες ξεκινούσαν τα ξημερώματα, μετά το γλέντι, να πάνε στο βουνό, στο πατρικό του, να φάνε σούπα με κόκορα που έφτιαχνε η μάνα του, να συνεχίσουνε ως το μεσημέρι τα όργανα να παίζουν. Καμιά φορά σήμερα, κάθονται με την γυναίκα του να πιούν τον πρωινό τους καφέ κοιτώντας το βουνό για αλλαγή, την θάλασσα την έχουν χορτάσει με το κουτάλι λένε. Σαν πάει όμως για δυο- τρεις μέρες στην Αθήνα, δεν βλέπει την ώρα να δει ξανά το μάτι του Αιγαίο. Και κάθε χρόνο ανυπομονεί και λαχταρά για τα καλοκαίρια που ανταμώνει όλη του η οικογένεια και πάλι στο νησί.

Αφήγηση – Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά