Κατ’ εξαίρεση η Σκύρος δεν οφείλει το όνομά της στον πρώτο της μυθικό οικιστή, αλλά στο πετρώδες της έδαφος, αφού η λέξη σκύρος σημαίνει το μικρό κομμάτι πέτρας που πέφτει κατά τη λάξευση του λίθου. Σύμφωνα με μεθομηρικούς μύθους, αλλά και με την υπόθεση της αποσπασματικά σωζόμενης τραγωδίας του Ευριπίδη Σκύριοι, όταν η Νηρηίδα Θέτιδα έμαθε πως αν πήγαινε ο γιος της Αχιλλέας στον Τρωικό πόλεμο θα έχανε τη ζωή του, εμπιστεύτηκε τον Αχιλλέα στον βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη. Ο Λυκομήδης έβαλε τον ενδεδυμένο με γυναικεία περιβολή Αχιλλέα να μεγαλώσει ανάμεσα στις κόρες του, οι οποίες τού έδωσαν το όνομα Πύρρα, δηλ. κοκκινομάλλα γιατί ήταν πυρόξανθος.

Ο Οδυσσέας αναζήτησε τον Αχιλλέα στο παλάτι του Λυκομήδη και τον πήρε από εκεί με δόλο, καθώς πήγε εκεί με διάφορα αντικείμενα γυναικείου ενδιαφέροντος, όπως υφαντά, όμως και με μια ασπίδα και ένα δόρυ. Έπειτα, διέταξε τον σαλπιγκτή να αντηχήσει την πολεμική σάλπιγγα και διέταξε να ακουστεί θόρυβος από όπλα και φωνές. Ο Αχιλλέας επειδή νόμισε πως πλησίαζε ο εχθρός, έβγαλε το γυναικείο ένδυμα και άρπαξε την ασπίδα και το δόρυ. Και από αυτό ξεσκεπάστηκε και υποσχέθηκε στους Αργείους τη δική του βοήθεια αλλά και των στρατιωτών του, των Μυρμιδόνων. Με αυτόν τον τρόπο ανακάλυψε ο Οδυσσέας τον Αχιλλέα και τον οδήγησε στην Τροία αναχωρώντας από το Αχίλλι της Σκύρου.

Αυτό το αφήγημα του Υγίνου εμπλουτίζουν διάφοροι συγγραφείς με διάφορες περαιτέρω πληροφορίες και λεπτομέρειες: ο Απολλόδωρος με την πληροφορία πως η Θέτις αφού πήρε χρησμό από τον Κάλχα ότι ο Αχιλλέας θα έχανε τη ζωή του στον Τρωικό πόλεμο, πήγε στη Σκύρο τον Αχιλλέα όταν αυτός ήταν εννέα ετών και πως η ίδια τον μεταμφίεσε σε κορίτσι, μεγαλώνοντας όμως ο Αχιλλέας έκανε έναν γιο με μία από τις κόρες του Λυκομήδη, τη Διηδάμεια, ο οποίος ονομάστηκε Πύρρος και ύστερα Νεοπτόλεμος, ενώ ο Αριστόνικος ο Ταραντίνος παραδίδει πως ο μεταμφιεσμένος σε κοπέλα Αχιλλέας λεγόταν και Κερκυσέρα, Ίσσα, Άσπετος και Προμηθεύς.

Ο Τζέτζης μάς πληροφορεί πώς όταν βασίλευε ο Λυκομήδης στη Σκύρο, το νησί το κατοικούσαν οι Δόλοπες, ένα αρχαίο πρωτοελληνικό φύλο εγκατεστημένο γύρω από την οροσειρά των Αγράφων στην κεντρική Ελλάδα, στις εσχατιές της Φθίας, όπως γράφει ο Στράβων, οι οποίοι, όπως παραδίδει ο Πλούταρχος, ήταν κακοί καλλιεργητές της γης και πειρατές από παλιά. Ο Τζέτζης μάς πληροφορεί ακόμη πως σύμφωνα με κάποιες πηγές μητέρα του Νεοπτόλεμου ήταν η Ιφιγένεια, αλλά κατά τους περισσότερους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Τρυφιόδωρος (sic), μητέρα του ήταν η Διηδάμεια. Άλλωστε, σε μια στιχομυθία μεταξύ του Φιλοκτήτη και του Νεοπτόλεμου στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή, ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος αυτοπαρουσιάζεται ως γένος της περίβρεκτης Σκύρου και γιος του Αχιλλέα, ενώ ο Φιλοκτήτης απευθύνεται σε αυτόν με τη φράση πατέρα πολυαγαπημένου παιδί, χώρας λατρεμένης ανάθρεμμα, του Λυκομήδη του γέρου. Αξίζει να σημειωθεί πως μετά τον θάνατο του Αχιλλέα και τη συμμετοχή του Νεοπτόλεμου, του νέου πολεμιστή, στον Τρωικό πόλεμο, αυτός, που αρχικά ονομάστηκε Πύρρος από το επινοημένο Πύρρα του πατέρα του, μέσα στη χαρά του για τα πολεμικά του κατορθώματα επινόησε τον πολεμικό χορό που ονομάζεται Πυρρίχιος.
Ο Τζέτζης, ακόμη, επεξηγεί τα γυναικεία δώρα του Υγίνου που έφερε ο Οδυσσέας στο παλάτι του Λυκομήδη προκειμένου να εντοπίσει τον Αχιλλέα, παραδίδοντας έναν εντελώς αντιηρωικό μύθο για τον Αχιλλέα, ο οποίος τον κατακρημνίζει από το ηρωικό του βάθρο. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν μαθαίνοντας ο Αχιλλέας πως ο Έκτορας ήταν πολύ γενναίος υποκρίθηκε από φόβο πως ήταν κοπέλα και πήγε στη Σκύρο, όπου κατοικούσε μαζί με τις κόρες του Λυκομήδη, με μία από τις οποίες, τη Δηιδάμεια ενώθηκε ερωτικά. Όταν ο Οδυσσέας πήγε εκεί κατόπιν εντολής του Αγαμέμνονα, έριξε μπροστά στον γυναικωνίτη αδράχτια και ρόκες για το γνέσιμο του μαλλιού και διάφορα παρόμοια γυναικεία εργαλεία, όπως γράφει, μαζί όμως με ξίφη, τόξα και βέλη. Και κατάλαβε τον Αχιλλέα, όπως και τον οδήγησε στους Έλληνες για να φέρει εις πέρας τα πολεμικά του καθήκοντα, γιατί ήταν ο μόνος που έπιασε το ξίφος και προσπαθούσε να το κινήσει δεξιόστροφα, ενώ οι κοπέλες ασχολήθηκαν με τα γυναικείου ενδιαφέροντος αντικείμενα.
Βαρύ το πλήγμα για τον Τζέτζη που σπεύδει να τα βγάλει όλα αυτά μυθεύματα και ψεύδη και να αποκαταστήσει την τιμή του ομηρικού ήρωα, λέγοντας πως επειδή ο Αχιλλέας μόλις είχε παντρευτεί με τη Δηιδάμεια και περνούσε πολύ χρόνο μαζί της, κάποιοι μυθολόγησαν πως ντυνόταν γυναικεία, ενώ μόλις έμαθε για την αναζήτησή του εκ μέρους του Οδυσσέα, αμέσως υπάκουσε και όρμησε στον πόλεμο, μολονότι έμαθε από χρησμό πως αν έπλεε στην Τροία η ζωή του θα ήταν σύντομη.

Η Σκύρος με το μυθολογικό της υλικό θέλει τον βασιλιά της Λυκομήδη να σχετίζεται και με τον Θησέα, τον γιο του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, και μάλιστα με τον θάνατό του. Όπως καταγράφει ο Τζέτζης και πάλι, ο Θησέας είτε πήγε οικειοθελώς στη Σκύρο για διάφορους πιθανούς λόγους, ένας από τους οποίους ήταν και το γεγονός πως εκεί κατείχε χωράφια και διατηρούσε φιλία με τον Λυκομήδη, πληροφορία, μάλιστα, που παραδίδει νωρίτερα και ο Πλούταρχος‧ είτε, ακόμη, για διάφορους πιθανούς λόγους, ένας από τους οποίους ήταν και ο θάνατος του γιου του Ιππόλυτου, εκδιώχθηκε από την Αθήνα και κατέφυγε στη Σκύρο, όπου βρήκε τραγικό θάνατο κατακρημνιζόμενος από τον ίδιο τον Λυκομήδη, που θεωρούσε πως ο Θησέας εποφθαλμιούσε την εξουσία της Σκύρου. Ο Πλούταρχος παραδίδει και την άποψη κάποιων ότι ο Θησέας έπεσε από το ύψωμα μόνος του μετά το δείπνο. Όπως και να ’χει, γι’ αυτό και ο Ησύχιος, διασώζοντας και την άποψη του Αρτεμίδωρου, γράφει πως σύμφωνα κυρίως με αυτόν τον γεωγράφο η φράση Σκυρία δίκη σημαίνει τον θάνατο του Θησέα, γιατί καταφεύγοντας εκείνος στο νησί, λένε πως εκεί κατακρημνίστηκε.

Το 475 π.Χ. ο Αθηναίος ναύαρχος Κίμων και γιος του γνωστού νικητή στον Μαραθώνα Μιλτιάδη, κατέλαβε τη Σκύρο αφού έδιωξε τους Δόλοπες και εγκατέστησε Αθηναίους κληρούχους. Από το έτος αυτό το νησί εντάχθηκε στη συμμαχία της Δήλου, που αργότερα έγινε ουσιαστικά η Αθηναϊκή Αυτοκρατορία. Όπως γράφει ο Πλούταρχος, ο Κίμων εκπλήρωσε τον δελφικό χρησμό, κατά τον οποίο τα οστά του Θησέα έπρεπε να μεταφερθούν από τους Αθηναίους στην Αθήνα. Στην εύρεση των οστών και των όπλων του Θησέα οδήγησε τον Κίμωνα ένας αετός που χτυπούσε με το ράμφος του και έσκαβε με τα νύχια του σε ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου έσκαψαν και βρήκαν τα οστά του Θησέα δίπλα στα όπλα του.

Μία άλλη ένδειξη για τον Κίμωνα ότι όντως επρόκειτο για τα οστά του Θησέα ήταν το μεγάλο τους μέγεθος. Με μεγάλες τιμές μετέφερε, λοιπόν, τα οστά με την τριήρη του στην Αθήνα, περίπου 400 χρόνια μετά τον θάνατο του Θησέα, όπου για τη στέγασή τους ιδρύθηκε το Θησείον, όπως μάς πληροφορεί ο Παυσανίας, λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικά της Αγοράς. Άλλος μύθος που παραδίδει ο Φιλόστρατος, θέλει τον Αχιλλέα σταλμένο στη Σκύρο από τον Πηλέα για να εκδικηθεί τον θάνατο του Θησέα.

Η Σκύρος είναι το νοτιότερο και μεγαλύτερο σε έκταση νησί των Βορείων Σποράδων, τα νησιά που πρόκεινται των Μαγνήτων, όπως γράφει ο Στράβων, επαναλαμβάνοντας αναφορικά με τη Σκύρο επιγραμματικά τα σχετικά με τον Αχιλλέα και τον Νεοπτόλεμο και αναφέρει πως καθένα τους διαθέτει ομώνυμη πόλη, πληροφορία που δεν παραλείπει έναν αιώνα αργότερα ο Κλαύδιος Πτολεμαίος για τη Σκιάθο, τη Σκόπελο και τη Σκύρο, γράφοντας νῆσος καὶ πόλις. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει μόλις 35 χλμ., δηλ. 22 ναυτικά μίλια, απόσταση μικρότερη από εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στη Σκύρο και τα άλλα νησιά των Σποράδων. Όπως γράφει και ο Διονύσιος ο Καλλιφώντος, την πελαγία Σκύρο τη βλέπουμε δίπλα στην Εύβοια.

Έτσι, η Σκύρος υπάγεται διοικητικά στον νομό Ευβοίας, με την οποία άλλωστε διατηρεί σημαντικούς πολιτιστικούς και ιστορικούς δεσμούς. Ακόμη, το βόρειο τμήμα της συγγενεύει με τα φυσικά τοπία που συναντά κανείς στις Σποράδες και τη βόρεια Εύβοια, ενώ το νότιο με τα τοπία της νότιας Εύβοιας αλλά και των Κυκλάδων. Ο δήμος Σκυρίων (Σκύρου) συστάθηκε για πρώτη φορά το 1835 με έδρα τον οικισμό Σκύρος, το 1858 αποσπάστηκε από την επαρχία Σκοπέλου και υπάχθηκε στην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας, ενώ λειτούργησε ως κοινότητα από τις 16 Αυγούστου 1912 έως τις 7 Αυγούστου 1950, οπότε και αναγνωρίστηκε ξανά σε δήμο.
Ο Τζέτζης συγκαταλέγει την Σκύρο στα νησιά των Κυκλάδων, γράφοντας ἐστὶ νῆσος μία τῶν Κυκλάδων, ενώ πολύ νωρίτερα ο Σκύμνος ο Χίος μάς πληροφορεί πως τη Σκύρο και τη Σκιάθο την κατοίκησαν ερχόμενοι από τη Θράκη οι Πελασγοί, ενώ, ενώ αφότου ερημώθηκαν όλα τα νησιά των Βορείων Σποράδων κατοικήθηκαν έπειτα από τους Ίωνες Χαλκιδείς, κατά κάποιους την εποχή του Σιδήρου (11ος-8ος αι. π.Χ.), προτού αποικίσουν τη Χαλκιδική. Επιπλέον, ο Στέφανος ο Βυζάντιος μάς δίνει την πληροφορία, διασώζοντας μάλιστα το κείμενο κάποιου Νικολάου, προφανώς συγγραφέα γεωγραφικού ενδιαφέροντος, πως παλαιά η Σκύρος κατοικούνταν από Πελασγούς και Κάρες.

Και πράγματι, η Σκύρος πρωτοκατοικείται σύμφωνα με λείψανα που έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές στο νησί κατά τη νεολιθική περίοδο (5500-2800 π.Χ.), ακμάζει κατά την πρώιμη εποχή του Χαλκού (2800-1900 π.Χ.) και φτάνει στο απόγειο της ακμής της κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (1650-1100 π.Χ.), με σημαντικά ωστόσο αρχαιολογικά ευρήματα και κατά την εποχή των Δολόπων, δηλ. τα γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια (11ος αι. π.Χ. – 475 π.Χ.), τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το 475 π.Χ. η Σκύρος κατακτάται από τον Κίμωνα και τους Αθηναίους, το 323-322 π.Χ. περνάει στα χέρια των Μακεδόνων, ενώ το 197 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους.

Από την προϊστορική Σκύρο πολύ ενδιαφέρων είναι ο αρχαιολογικός χώρος στο Παλαμάρι με ερείπια οχυρωμένου οικισμού της πρώιμης εποχής του Χαλκού, όπως και αντικείμενα αγγειοπλαστικής από την τελευταία φάση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Στο Κάστρο που βρίσκεται πάνω από τη Χώρα ήταν η αρχαία ακρόπολη και η έδρα του πανάρχαιου βασιλιά του νησιού Λυκομήδη, ενώ στη Σπηλιά Ανδριώτη θρυλείται πως σκοτώθηκε από τον Λυκομήδη ο Θησέας. Από την αθηναϊκή περίοδο της Σκύρου κοσμούν το νησί γλυπτά και αγγεία μαζί με την αρχαία οχύρωση του 4ου αι. π.Χ., από την οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα ερείπια.

Κατά τη νεότερη και σύγχρονη εποχή ενδιαφέρον έχει η σκυριανή χειροτεχνία της κεντητικής, χωρίς να λείπουν διάφορα εργαστήρια λαϊκής τέχνης, όπως ξυλογλυπτικής, κεραμικής, καλαθοπλεκτικής και εριοταπητουργίας. Η Σκύρος φημίζεται από την αρχαιότητα και για τα μάρμαρά της, στα οποία ο Στράβων αναφέρεται με τον όρο ποικίλη λίθος τῆς Σκυρίας. Τα σκυριανά μάρμαρα εξάγονταν εντατικά στη Ρώμη ήδη κατά τον 1ο αι. π.Χ. και χρησιμοποιήθηκαν από τους Ρωμαίους γλύπτες και αρχιτέκτονες. Σήμερα η Σκύρος φημίζεται, ακόμη, για την επιπλοποιΐα της, ενώ συμβάλλει στο κάλλος της η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τόσο των αρχοντικών όσο και των απλών οικιών.

Στο νησί υπάρχουν αρκετές μεσαιωνικές εκκλησίες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει εκείνη του Αγίου Γεωργίου του Σκυριανού σε ψηλό βράχο πάνω από τη θάλασσα που έχτισε μαζί με το μοναστήρι ο Νικηφόρος Φωκάς τον 10ο αιώνα. Τέλος, την Πλατεία Μπρουκ στη Χώρα κοσμεί το Μνημείο (Άγαλμα της αθάνατης ποίησης) προς τιμήν του Άγγλου φιλέλληνα ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ που πέθανε και θάφτηκε τη Σκύρο κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έργο που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος, ενώ το Μουσείο Μάνου Φαλτάιτς συνιστά ένα από τα πρώτα Ιστορικά – Λαογραφικά Μουσεία της Ελλάδας.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ