You are currently viewing ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΗΡΑΙΟΣ

ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΗΡΑΙΟΣ

Γεννημένος το 1936 ο Νικόλας Τηραίος, ήταν βοσκός στο νησάκι της Νικουριάς της Αμοργού, όπου περνούσε μαζί με άλλους δύο βοσκούς αρκετούς μήνες του χρόνου. Θυμάται το 1940 που άκουγε τα αεροπλάνα των Ιταλών να διασχίζουν τον αμοργιανό ουρανό. Με τον πατέρα του, που έφυγε τότε στο Αλβανικό Μέτωπο, η οικογένειά του επικοινωνούσε μόνο με ανοιχτές επιστολές στις γιορτές κι από εκεί μονάχα μάθαινε για το αν είναι ζωντανός ή όχι. Ο Νικόλας περιγράφει τη στιγμή που επέστρεψε ο πατέρας του στην Αμοργό τέσσερα χρόνια μετά και δακρύζει. Την περίοδο του πολέμου έμεναν οικογενειακώς στον Ασφοντυλίτη, έναν αγροτικό οικισμό της Αμοργού, όπου θυμάται να βοηθάνε κάποτε ναυαγούς Ιταλούς, οι οποίοι κατέφυγαν εκεί για να κρυφτούν από τους Γερμανούς. Και θυμάται να τους δίνουν δικά τους ρούχα για να συμβάλλουν στο «καμουφλάρισμά» τους.

«Τα κατσίκια άπαξ και τα αφήσεις ελεύθερα αγριεύουν και έπειτα δεν ξανά γυρνάνε πίσω», λέει, και κάπως έτσι παρομοιάζει τον εαυτό του και τις εποχές που φεύγουν κι έρχονται. Οι Ιταλοί απαιτούσαν από τους βοσκούς να τους διαθέτουν το κρέας από τα κατσίκια και τα πρόβατα, κι όταν ο ένας από τους άλλους δύο βοσκούς της Νικουριάς αντιστάθηκε, τον σκότωσαν επί τόπου. Το ίδιο συνέβη και με τον πατέρα του, που ωστόσο δεν έχασε τη ζωή του. Οι Ιταλοί δεν απέβησαν ανταποδοτικοί στην ευγενική και σωτήρια κίνηση των Αμοργιανών απέναντι στους ομοεθνείς τους ναυαγούς, αλλά οι ίδιοι βούλιαξαν στην απληστία. Ο Νικόλας Τηραίος, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς του, έχει να αφηγηθεί σκληρές εικόνες μιας ζωής που απαιτούσε αρκετό ψυχικό και σωματικό σθένος.