You are currently viewing ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΚΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΚΗΣ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Η όψη του Γεώργιου Γεροντικάκη είναι γλυκιά, μα δηλώνει συνάμα και μια απόσυρση. Την μαρτυρεί το βλέμμα του και η φωνή του. Μια φωνή που αναθαρρεύει ωστόσο, όταν μιλά για την κυρά του. Χάρη σ’ εκείνη άφησε τα καράβια, αφότου σε ένα από τα ταξίδια του ναυάγησε στην Σιγκαπούρη και ήταν ο Άγιος που φανερώθηκε στον δικό της ύπνο και της μήνυσε το μαντάτο. Πάνω σε ένα εμπορικό έζησε και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Τέσσερις μήνες κλεισμένος σε λιμάνι της εμπόλεμης ζώνης, να ακούει μόνο τα πολεμικά αεροπλάνα να σκίζουν τους ουρανούς και να περιμένει.

Οι μνήμες από τους πολέμους είναι σαν κληρονομιά του. Μικρασία, κατοχή, προσφυγιά και πείνα. Για ένα ποτήρι γάλα έγινε τσοπανάκι στα εννιά του, όταν ήρθανε οι Γερμανοί. Θυμάται σαν να ‘ναι τώρα παιδί, τότε που το νησί απελευθερώθηκε και έφερναν οι βάρκες αλεύρια και ρούχα, αλλά κυρίως, μαζί με αυτά, μπισκότα και καραμέλες, που μοιάζαν θησαυρός στα παιδικά του μάτια!

Έχει κάνει στη ζωή του δουλειές κάθε λογής για να θρέψει την οικογένειά του. Όταν ζεις σε έναν τόπο μικρό, θέλει να ξέρεις να κάνεις από όλα, για να μπορείς να επιβιώνεις, να βγάζεις ένα μεροκάματο. Είτε βγάζεις λίγα είτε πολλά, να μπορείς να φας. Από τη βοσκή, στα καράβια, τα χωράφια και την οικοδομή. Καταχείμωνα έχτιζε μέσα στη θάλασσα θεμέλια και με το λιοπύρι περνούσε την σκεπή στο Μοναστήρι. Θυμάται το νησί εύφορο, σπαρμένο από άκρη σε άκρη με αρακάδες, σιτάρια και κριθάρια, γεμάτο με μποστάνια και δέντρα, πρόβατα και γελάδια. Ήταν όλο χώμα και πράσινο και με τον κόσμο αγαπημένο μεταξύ του. Δεν υπήρχε μίσος, οι άνθρωποι στο νησί βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Τώρα και το νησί έχει αλλάξει, και ο κόσμος πια έχει φύγει. Τότε που είχε και εκείνος το δικό του μποστάνι, περνούσε ώρες εκεί, ώσπου ερχόταν η κυρά του και του φώναζε «Φτάνει πια Γιώργη, έλα σπίτι μας». Μαζί της έκανε 54 ολόκληρα χρόνια. Σπάει η φωνή του, σταματά σαν την σκέφτεται και μιλά γι’ αυτή. Ήταν καλή, καλή, καλή.

Αφήγηση – Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά