Η Σκόπελος που ονομάστηκε έτσι κατά τα ελληνιστικά χρόνια, μάλλον εξαιτίας των πολλών σκοπέλων πέριξ του νησιού, νωρίτερα λεγόταν Πεπάρηθος από τον έναν εκ των τεσσάρων γιών της Αριάδνης και του Διονύσου, όπως τουλάχιστον διηγείται ο Απολλόδωρος, και η πρωτεύουσά της βρισκόταν στον όρμο του Πανόρμου. Είχε ένα λιμάνι και τρεις πόλεις, όπως γράφει ο Ψευδο-Σκύλαξ, γι’ αυτό και ο Σκύμνος ο Χίος την χαρακτηρίζει τρίπολιν, ενώ μάς πληροφορεί πως μαζί με την Αλόννησο που ονομαζόταν Ίκος, κατοικήθηκε από Κρήτες που ήρθαν από την Κνωσσό με αρχηγό τον Στάφυλο, τον γιο του Διονύσου ή κατά άλλους του Θησέα και της Αριάδνης.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης παραδίδει πως ο δίκαιος και σοφός Ραδάμανθυς και αδελφός του Μίνωα, του βασιλιά της Κρήτης, όρισε τους ηγεμόνες των νησιών και μεταξύ αυτών τον Στάφυλο ηγεμόνα της Πεπαρήθου. Μετά τη μινωική αποικία της Αλοννήσου και της Σκοπέλου κι αφότου ερημώθηκαν όλα τα νησιά των Βορείων Σποράδων, κατοικήθηκαν έπειτα κατά τον Σκύμνο από τους Ίωνες Χαλκιδείς, κατά κάποιους την εποχή του Σιδήρου (11ος-8ος αι. π.Χ.), προτού αποικίσουν τη Χαλκιδική.

Τα πρώτα λείψανα κατοίκησης της Σκοπέλου τοποθετούνται στην πρώιμη και τη μέση μυκηναϊκή περίοδο (16ος-14ος π.Χ. αι.), ενώ γύρω στο 1600 π.Χ. εικάζεται πως κατοικήθηκε από τους Κρήτες που έφεραν στο νησί ρίζες ελιάς, αμπέλια και δημητριακά. Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε μάλιστα στις αρχές του 20ου αι. τον μηκυναϊκό τάφο του πρώτου οικιστή του νησιού Σταφύλου στον ομώνυμο κόλπο, μαζί με το περίφημο ξίφος του όπως και κρητομινωικά κτερίσματα. Τον 13ο αι. π.Χ. το νησί καταλαμβάνεται μαζί με τη Σκιάθο από τον Πελία, όταν αυτός ήταν πολύ νεαρός κι αφού εκδιώχθηκε από την πατρίδα του από τον Γίγαντα Μίμαντα, έως ότου ο Χείρωνας του έδωσε πίσω την χώρα του και έγινε βασιλιάς της Ιωλκού.
Ο Στράβων καταγράφει πως μαζί με τη Σκιάθο, την Αλόννησο και τη Σκύρο πρόκειται τῶν Μαγνήτων, τη στιγμή που σήμερα οι Βόρειες Σποράδες, δηλ. η Σκόπελος, η Σκιάθος και η Αλόννησος αποτελούν τη Νησιωτική Μαγνησία. Ακόμη, κατά την αναφορά του Στράβωνα τα νησιά των Σποράδων έχουν καθένα τους ομώνυμη πόλη, αναφορά που δεν παραλείπει έναν αιώνα αργότερα ο Κλαύδιος Πτολεμαίος για τη Σκιάθο, τη Σκόπελο και τη Σκύρο, γράφοντας νῆσος καὶ πόλις. Στην ανατολική πλευρά του νησιού, στον δίαυλο μεταξύ Σκοπέλου και Αλοννήσου υπάρχουν δύο νησίδες, ενώ στη νοτιοδυτική του έξι. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος συγκαταλέγει τη Σκόπελο στις Κυκλάδες, ενώ στο λεξικό του Σούδα το νησί καταγράφεται με διαφορετική ορθογραφία Πεπάροιθος, όπως και Πεπαροίθιος ο περιβόητος οίνος της.

Γνωστό το νησί αρχαιόθεν για τον οίνο του, τον 6ο αι. π.Χ. ευημερεί χάρη στις εξαγωγές του οίνου του αλλά και του εντόπιου ελαίου. Άλλωστε, η Σκόπελος έχει γνωρίσει περιόδους μεγάλης ακμής λόγω της εμπορικής της δράσης, εφόσον υπήρξε σταθμός στη διαδρομή προς τη Μαύρη Θάλασσα. Κι ενώ ο Οβίδιος αναφέρεται στις λαμπερές της ελιές, η κατάφυτη ακόμη και σήμερα Σκόπελος και με τα πυκνά της πευκοδάση να καλύπτουν σχεδόν το 80% της έκτασής της, θεωρείται το πιο πράσινο νησί του Αιγαίου. Στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο του πρώτου μεταχριστιανικού αιώνα το νησί αναφέρεται με τη σημερινή του ονομασία, δηλ. Σκόπελος.

Βόρεια του νησιού βρίσκεται η Γλώσσα, η δεύτερη μεγαλύτερη κοινότητα του νησιού μετά τη Χώρα, χτισμένη αμφιθεατρικά σε δασώδη πλαγιά πάνω στα ερείπια της αρχαίας Σελινούντος και με την ιστορία της να μνημονεύει την εγκατάσταση των Κρητών στο νησί. Σήμερα η Γλώσσα συνιστά το ένα από τα τρία λιμάνια του νησιού με τα άλλα δύο της Σκοπέλου και του Αγνώντα, όπου κατά την αρχαιότητα υπήρχε εργαστήριο κατασκευής αμφορέων. Στα κλασικά χρόνια η ακρόπολη της Γλώσσας οχυρώθηκε από τείχη που σώζονται μέχρι σήμερα, ενώ αξιόλογοι είναι και οι λαξευτοί τάφοι της Ρωμαϊκής ή παλαιοχριαστιανικής περιόδου στην τοποθεσία Σεντούκια. Την ίδια στιγμή, το Ασκληπιείο Σκοπέλου στη θέση Λιβάδι – Αμπελική θεωρείται από τα αρχαιότερα ιερά του Ασκληπιού και μάλιστα το αρχαιότερο στον χώρο του Αιγαίου με ευρήματα όπως νομίσματα, αμφορείς, ερυθρόμορφα αττικά αγγεία, τμήματα αγαλμάτων όπως και πήλινων ειδωλίων να τοποθετούν το ιερό από τον 4ο αι. π.Χ. έως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Παράλληλα, τη δική τους ιστορική αξία επιδεικνύουν τα τείχη της ακρόπολης της αρχαίας πόλης του Πανόρμου στον ομώνυμο όρμο, οι Πύργοι που αποτελούσαν αρχαίες αγροικίες και τα απομεινάρια των ρωμαϊκών λουτρών στο Λουτράκι, ενώ από τη νεότερη ιστορία τον 4ο αιώνα επίσκοπος του νησιού ήταν ο Άγιος Ρηγίνος που σήμερα είναι προστάτης και πολιούχος άγιος της Σκοπέλου. Όσον αφορά σε βυζαντινά κτίσματα παλαιότερη είναι η μονόκλιτη και καμαροσκέπαστη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (11ος αι.) στην περιοχή Κάστρο, τη στιγμή που το Βενετσιάνικο Κάστρο των Γκίζι του 13ου αιώνα στη θέση της αρχαίας πόλης μαρτυρά τη μεσαιωνική ζωή του νησιού.

Η Χώρα της Σκοπέλου όχι μόνο έχει κηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός εξαιτίας της χαρακτηριστικής της αρχιτεκτονικής μακεδονικού τύπου, αλλά και με το σπίτι όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας (1866-1937), χαρίζει στο νησί την αίγλη των γραμμάτων. Η Σκόπελος έχει ακόμη τη χαρά να είναι γενέτειρα του ολυμπιονίκη Άγνωνα του Πεπαρήθιου του 6ου αι. π.Χ., όπως και του ιστορικού Διοκλή του Πεπαρήθιου του 3ου-2ου π.Χ. αι., του πρώτου Έλληνα που συνέγραψε ιστορία της ίδρυσης της Ρώμης. Το 1538, μετά τη λεηλασία της Σκοπέλου από τον αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου Μπαρμπαρόσα το νησί υποδουλώθηκε στους Τούρκους, στην κυριαρχία των οποίων έμεινε μέχρι το 1830, οπότε και ενώθηκε με τη νεοσύστατη Ελλάδα.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ