Μετά την αρπαγή της Ευρώπης, ο πατέρας της Αγήνορας, ο βασιλιάς της Τύρου ή της Σιδώνας, διέταξε τους γιους του Κάδμο, Φοίνικα, Κίλικα και Θάσο να εξαπολυθούν προς αναζήτησή της και να μην επιστρέψουν χωρίς εκείνη. Έπειτα, ο Κάδμος φθάνει στην Καλλίστη, τη μετέπειτα Θήρα, κι αφήνει εκεί τον συνοδό του Φοίνικα Μεμβλίαρο ως αρχηγό αποικίας Φοινίκων, όπως παραδίδει και ο Παυσανίας. Εν τω μεταξύ, ναυαγοί οι Αργοναύτες κι εν μέσω καταιγίδας μέσα στη νύχτα επικαλούνται για βοήθεια τον Απόλλωνα, χάρη στη φωτολουσία του οποίου ανεφάνη απέναντι από την Ιππουρίδα και ανατολικά της Θήρας το νησί που ονόμασαν Ανάφη, όπως γράφει ο Απολλώνιος Ρόδιος στα Αργοναυτικά του κι ανήγειραν βωμό στο σκιερό δάσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Αιγλήτη, δηλ. Αστραποβόλο. Αλλά και ο μυθογράφος Κόνων αναφέρεται στο περιστατικό, γράφοντας μάλιστα πως τη στιγμή της Απολλώνειας επέμβασης η γη ύψωσε ένα νησί από τα βάθη και πως οι Αργοναύτες ίδρυσαν εκεί ιερό του Αιγλήτου Απόλλωνα, ενώ και ο Απολλόδωρος στη Βιβλιοθήκη του μιλάει για το αίσιο τέλος της περιπέτειάς τους, για τον λόγο της ονομασίας του νησιού, όπως και για το ιερό.

Ωστόσο, πρώτος ο Καλλίμαχος, τα λόγια του οποίου παραθέτει ο Στράβων, παραπέμπει με το επίθετο Αιγλήτης στον Απόλλωνα, από την αίγλη και τη λάμψη, δίνοντας αρκετά στοιχεία για τη στιγμή που επιστρέφοντας απ’ την Κολχίδα οι Αργοναύτες στην αρχαία Θεσσαλία, πέρασαν από την Ανάφη, τη γειτονική στη Λακωνική Θήρα, κάνοντας με την ευκαιρία μνεία στη δωρική της καταγωγή, εφόσον στις αρχές του 9ου αι. π.Χ., φθάνουν στην Καλλίστη Δωριείς άποικοι από τη Σπάρτη, μεταξύ των οποίων απόγονοι των Αργοναυτών που είχαν εκδιωχθεί από τη Λακεδαίμονα, με αρχηγό τον καταγόμενο από το γένος του Κάδμου Θήρα, από τον οποίο πήρε και το νέο της όνομα (βλ. Θήρα).

Τα περί της αποικίας των Φοινίκων όπως και τα περί του ναυαγίου των Αργοναυτών καταγράφονται και από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, προκειμένου αυτός να εξηγήσει ότι το νησί ονομαζόταν και Μεμβλίαρος από τον Φοίνικα συνοδό του Κάδμου, αλλά και να αποδώσει την ίδια την ονομασία του νησιού στην τελεολογική του σύνδεση με την ουσία του, καθότι ανεφάνη. Κι ενώ ο Σκύλαξ συγκαταλέγει ανάμεσα στα νησιά των Κυκλάδων που αποικίστηκαν από Λακεδαίμονες τη Θήρα και την Ανάφη, ο Πλίνιος συγκαταλέγει την Ανάφη ανάμεσα στα νησιά (Δήλος, Ρόδος, Νέαι, Αλόνη, Ιερά ή Αυτομάτη, Θεία ) που αναδύθηκαν από τη θάλασσα προς αναπλήρωση εκ μέρους της φύσης όσων εδαφών αφανίστηκαν από σεισμό (βλ. και Θήρα).Την ίδια στιγμή, ο Ρωμαίος ιστορικός Μαμμιανός Μαρκελλίνος γράφει τον 4ο αι. μ.Χ. στο έργο του Res Gestae πως υπάρχουν τέσσερα είδη σεισμών, στο πρώτο από τα οποία κατατάσσει την περίπτωση της Ανάφης μαζί μ’ εκείνη της Δήλου, της Ιεράς, της Ρόδου, της Ελευσίνας στη Βοιωτία και του ηφαιστειογενούς νησιού των Αιολίδων νήσων βόρεια της Σικελίας Βουλκάνου ή Βουρκάνου. Σε αυτό το είδος σεισμού που ονομάζει brasmatia το έδαφος ανακινείται σαν να γίνεται παλίρροια και ανορθώνονται προς τα πάνω υπερμεγέθεις μάζες.
Τη δωρική προέλευση της Ανάφης μαρτυρούν διάφορα στοιχεία, όπως είναι οι εορτές που τελούνταν στο νησί Κάρνεια και Υακίνθια, εορτές της αρχαίας

Σπάρτης αλλά και άλλων δωρικών πόλεων. Ερείπια, επιπλέον, της αρχαίας πόλης που βρέθηκαν στο Καστέλλι, στο μέσο του νησιού, δίπλα στο εξωκλήσι του Αγίου Μάμαντος, μεταξύ αυτών λείψανα τειχών και τάφων, ένας εκ των οποίων ανήκει στο δωρικό γένος των Αιγιδών ή Τελεσικρατιδών που μετοίκησαν από τη Λακωνική στο νησί περί τον 8ο-7ο αι. π.Χ., λίγο δηλ. αργότερα από την έλευση στη γείτονα Θήρα Δωριέων αποίκων από τη Σπάρτη. Ωστόσο, η Ανάφη παρά τη δωρική της καταγωγή, αναγκάστηκε να συμμαχήσει με την Αθήνα κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και να εισέλθει στη Δηλιακή Συμμαχία, εφόσον, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, από όλες τις Κυκλάδες μόνο η Μήλος και η Θήρα έφεραν σθεναρή αντίσταση στους Αθηναίους συμμαχώντας με τη Σπάρτη.

Η αρχαία πόλη, που ιδρύθηκε στον ομώνυμο λόφο του Καστελλίου ύψους 327 μέτρων, κατοικήθηκε αδιαλείπτως έως και την καταστροφή της Ανάφης από τον περιβόητο πειρατή Μπαρμπαρόσα (Hayreddin Barbarossa), το 1537 μ.Χ. Σήμερα είναι ορατή η αρχαία οχύρωση της πόλης, την οποία ένωνε με το ιερό του Αιγλήτου Απόλλωνα ή Αναφαίου η λιθόστρωτη Ιερά οδός. Στον περίβολο του ιερού αυτού υμνούσαν τα θεία βωμοί και άλλων θεοτήτων όπως της Άρτεμης, της Αφροδίτης, του Ασκληπιού και του Κτησίου Δία, δηλ. του προστάτη της οικίας. Την ίδια περίοδο της ανέγερσης του μεγάλου αυτού ιερού στην ανατολική πλευρά της Ανάφης, κατασκευάστηκε στα δυτικά της σημερινής Χώρας, στον λόφο Πυργί ένα οχυρό συγκρότημα, ενώ νότια του Καστελλίου δημιουργήθηκε το επίνειο της πόλης που φέρει το όνομα Καταλυμάτσα. Γύρω από το επίνειο υπήρχε μια μικρή συνοικία, της οποίας σώζονται έως σήμερα ερείπια κτισμάτων, βυθισμένα κατά το πλείστον από καθίζηση, εξαιτίας γεωλογικών μεταβολών αλλά και των εκρήξεων του ηφαιστείου της γειτονικής Θήρας.

Την ευημερία της αρχαίας πόλης στο Καστέλλι κατά την ελληνιστική εποχή (3ος-2ος αι. π.Χ.) μαρτυρά η κοπή νομίσματος, στην εμπρόσθια όψη του οποίου απεικονίζεται ο Απόλλωνας Αιγλήτης, ενώ στην οπίσθια ένας κρατήρας με μια μέλισσα, σύμβολο της ανάπτυξης της μελισσοκομίας στο νησί, δραστηριότητα που διατηρείται μέχρι και σήμερα, χάρη στο εξαίρετης ποιότητας εντόπιο θυμάρι του. Παράλληλα, την ακμή της πόλης και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο μαρτυρούν τα πολύ εντυπωσιακά ρωμαϊκά επιτύμβια μνημεία, τα ταφικά κτίσματα και οι επιγραφές που βρέθηκαν στο χώρο του ιερού του Αιγλήτου Απόλλωνα, με εξέχουσα τη σαρκοφάγο που βρίσκεται δίπλα στο εξωκλήσι Παναγία στο Δοκάρι, όπως και πολλές μαρμάρινες ιματιοφόρες μορφές. Από την αρχαία ακρόπολη της αρχαίας πόλης του Καστελλίου, όπως και από το επίνειό της Καταλυμάτσα προέρχονται τα αρχαία της αρχαιολογικής συλλογής Ανάφης που φιλοξενούνται σε έναν χώρο 20 τ.μ. εντός του οικισμού της Χώρας.

Από την ελληνιστική εποχή υπάρχει και η ευτράπελη πληροφορία που αντλούμε από ένα Υπόμνημα του Ηγησάνδρου τον Δελφού, την οποία παραθέτει ο Αθήναιος, σύμφωνα με την οποία κατά τη βασιλεία του Μακεδόνα ηγέτη Αντιγόνου Γονατά (320-239 π.Χ.) η Αστυπάλαια είχε πάνω από έξι χιλιάδες λαγούς, από τους μόλις δύο που είχε αφήσει εκεί ένας κάτοικος της Ανάφης. Ύστερα από αυτό, ένας κάτοικος της Αστυπάλαιας άφησε για αντίποινα στην Ανάφη δύο μόλις πέρδικες, από τις οποίες αναπαράχθηκαν τόσο πολλές, που οι κάτοικοι του νησιού κινδύνευσαν να εξοριστούν από τον τόπο τους.

Αναφορικά με μνημεία της Βυζαντινής και νεότερης εποχής, στη βόρεια ακτή του νησιού βρίσκεται η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Αντωνίου με τις τοιχογραφίες του 14ου αι., ενώ τα πλακόστρωτα σοκάκια της Χώρας οδηγούν στα ερείπια του Βενετσιάνικου Κάστρου, στο ύψωμα που συνιστούσε κατά την αρχαιότητα παρατηρητήριο προς το κρητικό πέλαγος, ενώ σήμερα από εκεί ατενίζει τη θέα το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου με την εικόνα του 1638 να απεικονίζει τον Άγιο έφιππο και δρακοντοκτόνο. Επιπλέον, στον ίδιο χώρο του Αιγλήτου Απόλλωνα, κι έχοντας πάρει αρκετή από την αίγλη του αρχαίου ιερού, βρίσκεται σήμερα η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής (ή Κάτω Παναγίας Καλαμιώτισσας) του 17ου αιώνα. Παράλληλα, μονοπάτι 2,5 χιλιομέτρων οδηγεί με θέα το πέλαγος από την Κάτω στην Άνω Παναγία Καλαμιώτισσα που κτίσθηκε το 1715 δίπλα σε ερείπια μεσαιωνικού οχυρού στο ανατολικό άκρο του νησιού στην κορυφή του ασβεστολιθικού βράχου Καλάμου, στα 460 μέτρα.

Ο Κάλαμος, τη βόρεια πλευρά του οποίου κοσμεί το Δρακοντόσπηλο, ένα δυσπρόσιτο σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000, φιλοξενεί σπάνια και ενδημικά είδη χλωρίδας και είναι ο δεύτερος υψηλότερος μονόλιθος της Ευρώπης μετά το Γιβραλτάρ. Κι αν στις νησίδες γύρω από το νησί ζει το σπάνιο είδος του αιγαιόγλαρου, το μόνο είδος γλάρου που ζει αποκλειστικά στη Μεσόγειο, στα βόρεια της Ανάφης βρίσκουν καταφύγιο πολλές φώκιες, ενώ στις απόκρημνες πλαγιές του νησιού μεταναστεύουν τον Απρίλιο περίπου 300 ζευγάρια μαυροπετρίτη, για να επιστρέψουν στα τέλη Οκτωβρίου στη Μαδαγασκάρη και τα άλλα νησιά του Ινδικού. Την ίδια στιγμή, ιαματική θειούχα πηγή παρέχει τις θεραπευτικές της ιδιότητες στην παραλία Βάγια (ή Βαγιά), στη δυτική πλευρά του νησιού.

Εκτός από μία σύνθεση ιστορικής, μυθολογικής, αρχαιολογικής, αισθητικής και οικολογικής αξίας η όμορφη Ανάφη, έμελλε να μεταφέρει κυκλαδίτικο αέρα στην καρδιά της πρωτεύουσας, όταν, το 1883 και επί βασιλείας του Όθωνα, με την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, προέκυψε η ανάγκη για έμπειρους οικοδόμους, ανάμεσα στους οποίους Αναφιώτες τεχνίτες έχτισαν στις βορειοανατολικές πλαγιές της Ακρόπολης έναν από τους πιο όμορφους και γραφικούς οικισμούς της Αθήνας, τα Αναφιώτικα.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ

ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Ο Παναγιώτης θυμάται με χαμόγελο τις μέρες που είχε ανοίξει το καφενείο του και έκαναν γλέντια σχεδόν κάθε βράδυ. Ήταν φορές που με τις μαντινάδες ξεκινούσαν τα ξημερώματα, μετά το γλέντι, να πάνε στο βουνό, στο πατρικό του, να φάνε σούπα με κόκορα που έφτιαχνε η μάνα του, να συνεχίσουνε ως το μεσημέρι τα όργανα να παίζουν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ

ΖΑΜΠΕΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Την πρεσβυτέρα την πρωτοσυναντήσαμε μόλις είχε αρμέξει την κατσίκα της και έδινε το γάλα στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Η πρώτη της φράση ήταν «Άμα έχεις ψωμί και λάδι όλα γίνονται».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑΖΑΜΠΕΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ