Αρχαιολογικές σκαπάνες στη νότια πλευρά του νησιού έφεραν στο φως προϊστορικά ορυχεία ώχρας που αποτελούν σταθμό στην εξορυκτική δραστηριότητα της Ευρώπης, αντιπροσωπεύοντας τα πρώτα υπόγεια ορυχεία στον Ευρωπαϊκό χώρο, και ίσως σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν στο νησί σε ανασκαφές μαρτυρούν την παρουσία του παλαιολιθικού κυνηγού, αλιέα και καρποσυλλέκτη, ενώ μόνιμοι πλέον κάτοικοι καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι θα ιδρύσουν τη νεολιθική εποχή οικισμούς, ο αρχαιότερος των οποίων τοποθετείται χρονικά στην 6η π.Χ. χιλιετία.

Αργότερα, κατά τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι θαλασσοκράτορες Φοίνικες επιδόθηκαν στη ναυπηγική τέχνη και στο θαλάσσιο εμπόριο, δημιούργησαν αποικίες στις ασιατικές ακτές και έκτοτε μέχρι τον 8ο αι. π.Χ. επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Επιπλέον, επιδόθηκαν στο κυνήγι χρυσού και πολύτιμων μετάλλων. Αυτά λέει η ιστορία. Ο μύθος όμως λέει πως όταν ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο απήγαγε την Ευρώπη, την κόρη του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα και γιου του Ποσειδώνα, εκείνος εξαπέλυσε τους απογόνους του προς αναζήτησή της με την εντολή να μην επιστρέψουν αν δεν τη βρουν. Ώσπου ο Θάσος, άλλοτε γιος του Ποσειδώνα, άλλοτε του Αγήνορα και αδελφός του Κάδμου, του Φοίνικα και του Κίλικα, άλλοτε όμως και εγγονός του Αγήνορα, έμελλε να γίνει ο ονοματοδότης του νησιού, όταν ευρισκόμενος σε αυτό το μέρος κατά τη διάρκεια της μάταιης αναζήτησής του, αποφάσισε θαμπωμένος από την ομορφιά του τόπου να εγκατασταθεί εκεί μονίμως. Και πώς να μη θαμπωθεί με το κατάφυτο αρχαιόθεν αυτό νησί από ελιές, πεύκα, πλατάνια, έλατα, φλαμουριές, κέδρους, κρανιές και άλλα ήμερα και άγρια δέντρα, το νησί με τους βιότοπους για τα πουλιά και με το εύκρατο κλίμα για το οποίο θα πει ο Ιπποκράτης ἔς γε χειμῶνα οἷον ἔαρ γίνεται, ότι δηλ. ο χειμώνας μοιάζει με άνοιξη.

Ο Ηρόδοτος διηγείται πως βρήκε στη Θάσο ένα ιερό του Ηρακλή χτισμένο από τους Φοίνικες, οι οποίοι ίδρυσαν το νησί όταν αρμένιζαν αναζητώντας την Ευρώπη και πως αυτό συνέβη τουλάχιστον πέντε γενιές προτού γεννηθεί στην Ελλάδα ο Ηρακλής του Αμφιτρύωνα, τη στιγμή που ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει πως ο Θάσος ήταν προγενέστερος του Ηρακλή κατά δέκα γενιές και άρα ζει γύρω στο 1500 π.Χ. Για τη Θάσο υπάρχει και η ονομασία Ηδωνίς από τους πρώιμους εποικιστές της Θράκες Ήδωνες που κατοικούσαν το νησί μέχρι τον 7ο αι. π.Χ., όταν άποικοι από την Πάρο ίδρυσαν στο βόρειο τμήμα του νησιού παραλιακό οικισμό, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης και ο Στράβων. Η Θάσος θα λειτουργήσει έκτοτε ως το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο του Βορείου Αιγαίου, απ’ όπου θα μεταφερθεί ο ελληνισμός και η παιδεία του στη Θράκη.

Ο Διονύσιος ο περιηγητής αναφέρει και την ονομασία της Θάσου Ακτή Δήμητρας εξαιτίας των πλούσιων καρπών της, ενώ ο Στέφανος ο Βυζάντιος παραδίδει την οφειλόμενη στον δροσερό καλοκαιρινό της αέρα ονομασία Αερία, που αναφέρεται σε χρησμό του μαντείου των Δελφών. Αυτός είχε δοθεί στον πατέρα του Αρχιλόχου, του Τελεσικλή και αρχηγού της αποικιστικής εκστρατείας στη Θάσο, να χτίσει στη νήσο Αερία μια ξέφαντη πόλη. Στην Αερία ο Πλίνιος, ο οποίος εξαίρει και τον οίνο της Θάσου, θα προσθέσει και την οφειλόμενη στον αίθριο ουρανό της αρχαία ονομασία Αιθρία, ενώ ο Αρριανός στα Βιθυνικά του καταθέτει και την ονομασία Χρυσή νήσος που οφείλεται στον χρυσό της, τον οποίο μνημονεύει και ο Ηρόδοτος. Μολονότι ο ιστορικός αναφέρει μόνο την εκμετάλλευση χρυσού στη Θάσο, έχουν ωστόσο εντοπιστεί μια σειρά από αρχαία μεταλλεία εξόρυξης μολύβδου, αργύρου, σιδήρου και ψευδαργύρου. Εκτός από τα προϊστορικά ορυχεία ώχρας, το ιστορικό, επιπλέον, λατομείο μαρμάρου των Αλυκών Θάσου λειτούργησε από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. εξασφαλίζοντας πλούτο στην περιοχή.

Η Θάσος, χάρη στα πλούσια μεταλλεία της χρυσού και αργύρου, έκοψε από πολύ νωρίς (525 π.Χ.) μερικά από τα ομορφότερα νομίσματα της Βορείου Ελλάδας. Έτσι, διαθέτοντας από τα αρχαιότερα νομισματοκοπεία του ελλαδικού χώρου, θα χαρίσει στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Γαλλικής Σχολής Αθηνών που διεξήχθησαν τα τελευταία εκατό χρόνια τη χαρά της ανακάλυψης άνω των 10.000 νομισμάτων, ενώ η απεικόνιση Σειληνών ή Μαινάδων που κοσμούν την εμπρόσθια όψη των αρχαιότερων νομισμάτων της Θάσου μαρτυρά την πανάρχαια σχέση του νησιού με τη λατρεία του Διονύσου. Εξάλλου, απεικονίζεται και ο ίδιος γενειοφόρος σε νόμισμα του νησιού του 4ου αι π.Χ., ενώ δίπλα στο ιερό του, το Διονύσιον, που βρίσκεται σε απόσταση 100 μέτρων βόρεια από την αγορά της αρχαίας Θάσου, ζούσε όπως γράφει ο Ιπποκράτης, κάποιος Παντακλής.

Στην αρχαία αγορά της Θάσου, το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας πολιτείας που άρχισε να οικοδομείται τον 6ο αι. π.Χ., αφηγούνται σήμερα ιστορία τα εναπομείναντα ερείπια μνημείων όπως είναι το κενοτάφιο του Γλαύκου, ενός από τους πρώτους Πάριους αποίκους στο νησί (πιθανόν του 7ου αι. π.Χ.), το ιερό της Αρτέμιδος (Αρτεμίσιο 6ος αι. π.Χ.), το ιερό του Ηρακλή, αυτό που αναφέρει ο Ηρόδοτος, η δίοδος των Θεωρών (θεώριον), τα εκμαγεία δηλ. από τρεις μαρμάρινες ανάγλυφες πλάκες που απεικονίζουν τον Απόλλωνα με τις Νύμφες και τον Ερμή με τις Χάριτες (5ος αι. π.Χ.) και το ιερό του Ποσειδώνα με έναν βωμό της Ήρας μπροστά από την πρόσοψή του (4ος αι. π.Χ.).

Περαιτέρω, το ιερό του Δία Αγοραίου (4ος αι. π.Χ.), το ωδείο και το ιερό του Θάσιου Ολυμπιονίκη Θεαγένη, ενός από τους διασημότερους αθλητές της αρχαιότητας που διακρίθηκε κυρίως στο Παγκράτιο, έζησε τον 5ο αι. π.Χ. και ήταν γιος του ιερέα στον ναό του Ηρακλή Τιμοσθένη. Οι Θάσιοι όμως πίστευαν πως πατέρας του ήταν ο ίδιος ο Θάσιος Ηρακλής που πήρε τη μορφή του Τιμοσθένη την ημέρα της σύλληψής του, όπως καταγράφει ο Παυσανίας. Έτσι, λατρεύτηκε ως γιος του Ηρακλή και θεραπευτής, όπως καταγράφει και ο Λουκιανός στο Θεών Εκκλησία του.

Ακόμη, την αρχαία αγορά της Θάσου κοσμεί και το θέατρο, του οποίου η σημερινή μορφή είναι ρωμαϊκής εποχής, τα προπύλαια (2ος ή 1ος αι. π.Χ.), το μνημείο των εγγονών του Αυγούστου, του Γάϊου και του Λεύκιου Καίσαρα (1ος αι. π.Χ.), αλλά και η ακρόπολη, της οποίας η σημερινή ωστόσο μορφή ανήκει στους μεσαιωνικούς χρόνους. Όπως συμβαίνει παντού, έτσι και στη Θάσο, πάνω στα ερείπια των αρχαίων ελληνικών μνημείων υψώθηκαν τα βυζαντινά, πάνω σε αυτά τα βενετσιάνικα, έπειτα τα γενουατικά και τελευταία τα οθωμανικά. Κι από την αναζήτηση της Ευρώπης και την απαρχή της ιδρύσεώς της, η μαγική Θάσος ανήκει ξανά στην Ελλάδα μόλις το 1912.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ