You are currently viewing ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΜΠΕΡΗΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΜΠΕΡΗΣ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Βάζει την λευκή ποδιά του και κάθεται δίπλα στον μύλο. Ο γιος του ανοίγει ένα πακέτο και τον κερνάει μπισκότο. Εκείνος γυρνά προς τη μεριά μας με ένα χαμόγελο πλατύ και λέει «Α ρε Παπαδόπουλε, να ζήσεις!», ξεκαθαρίζοντας αμέσως πως αναφέρεται μονάχα σε αυτή τη γλυκιά, πρωινή συνοδεία του καφέ του και επ ουδενί σε κάποιον άλλο.

Το καφεκοπτείο το άνοιξε ο πατέρας του το 1920, καθώς επέστρεψε από τα ταξίδια του στη Γαλλία και την Αμερική. Εκεί, γνώρισε έναν αντιπρόσωπο δανέζικων μύλων και επέστρεψε στο νησί με δυο απ’ αυτούς για να ανοίξει το μαγαζί. Τότε οι Ροδίτες έπιναν αλιφασκιά, ρόφημα βοτανικό από φασκόμηλο. Ο καφές ήρθε σαν συνήθεια των Ιταλών, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι του πελάτες. Ωστόσο, ήταν και πάλι οι

Ιταλοί, που καθώς οι δυνάμεις του άξονα, γύρω στο ’44, άρχισαν να χάνουν έδαφος και η κυριαρχία τους στο νησί να κλονίζεται, επιτάξανε μεταξύ άλλων, οκτώ τόνους καφέ από την οικογένεια Καμπέρη, μια όχι και τόσο μικρή περιουσία. Όσες κακές ημέρες μέτρα η επιχείρηση, της οφείλει στις μαύρες ημέρες της κατοχής και της χούντας. Γεννημένος το 1931, ο Μιχάλης Καμπέρης ξεκίνησε κάνοντας μικροδουλειές και θελήματα στο καφεκοπτείο του πατέρα του, ήδη από τα δέκα του.

Ήταν παλικάρι ακόμη, όταν το 1955, μετά από ένα ατύχημα στο πόλο και μια επέμβαση στο μάτι του, μια εκφυλιστική ασθένεια που υπέβοσκε, άρχισε σιγά σιγά να του στερεί την όρασή του. Τότε εργαζόταν ως υπάλληλος της εθνικής τράπεζας, έως και το 1966, όταν και επέστρεψε στο αγαπημένο του μέρος, το καφεκοπτείο, για να γίνει συνεργάτης του πατέρα του. Οι δυο τους εργάστηκαν πλάι πλάι με συγκινητική επιθυμία να συνεχίζουν, καθώς ο ένας ήταν πλέον υπερήλικας και ο άλλος με τα μάτια του αδύναμα, έπρεπε να καβουρδίζουν τον καφέ μέσα στην πυρά του κάρβουνου. Όπως και ο ίδιος του, έτσι και ο πατέρας του ήταν κάθε μέρα παρόν στο μαγαζί, μέχρι και που έφυγε στα ενενήντα ένα του.

Όταν η όρασή του εγκατέλειψε σχεδόν πλήρως τον κύριο Μιχάλη, εκείνος έμαθε να εργάζεται και να επεξεργάζεται τον καφέ με την αφή του, την οσμή και την δύναμη της εμπειρίας. Ζύγιζε τους κόκκους για τους πελάτες χωρίς να βλέπει τι θα γράψει η ζυγαριά. Καβούρδιζε το σπυρί και ήξερε αν ήταν έτοιμο, δαγκωνοντάς το για να το γευτεί στη γλώσσα.  Πατέρας και γιος, κατάφεραν με αυτή τους την αφοσίωση να φτάσει μέσα στα χρόνια το καφεκοπτείο Καμπέρη να προμηθεύει πάνω από το μισό νησί με καφέ και άφησαν μια κληρονομιά ανεκτίμητη σε ιστορίες και συναισθήματα, που μετρά πλέον έναν ολόκληρο αιώνα μέσα στην καρδιά του κάστρου της Ρόδου.

Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά