You are currently viewing ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΛΗΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΛΗΣ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Φυσιογνωμία ευγενική, με κάτι λεπτεπίλεπτο, που θα μπορούσε εύκολα κανείς σαν άκουγε τον Σταύρο Χαρτοφύλλη να μιλά σουηδικά, να πιστέψει πως προέρχεται από τον κρύο Βορρά.

Αποφεύγει να περιαυτολογήσει για την πορεία του στο τραγούδι. Μία πορεία που ξεκίνησε από το καπρίτσιο ενός φίλου, ο οποίος γνώριζε την βελούδινη φωνή του, και δήλωσε συμμετοχή εκ μέρους του στον διαγωνισμό τραγουδιού, μια βραδιά του ‘58, στο ιστορικό «Ακταίον». Κέρδισε το πρώτο βραβείο ερμηνεύοντας ένα κομμάτι του Γιάννη Βογιατζή. Αυτό περιελάμβανε 100 κουτιά γάλακτος και μία καριέρα 60 ετών στο τραγούδι. “Rivers” λέγονταν το πρώτο συγκρότημα που δημιούργησε. Έπαιζαν ξένη μουσική. Μαζί ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Κάποια στιγμή, όταν βρέθηκαν στη Σουηδία, αποφάσισε πως ήθελε να μείνει και να σπουδάσει φλάουτο στο μουσικό κολλέγιο. Εκεί ξεδιπλώθηκε ένας νέος μουσικός κόσμος μπροστά του.

Επιστρέφοντας στην Ρόδο δημιούργησε τους «Νησιώτες». Είχε αισθανθεί πως ήρθε η στιγμή να στραφεί στο ελληνικό τραγούδι, στον Χατζιδάκι. Μία βραδιά απόκρεων του ΄60, καθώς έπαιζαν μουσική σε ένα μασκέ πάρτυ στο «Έλλη», είδαν ανθρώπους να χτυπούν τα τζάμια με τα ρούχα τους μούσκεμα απ’ την κορφή ως τα νύχια. Στην αρχή, μέσα στη νύχτα, νόμιζαν πως είναι μασκαράδες. Όταν διέκριναν το έντρομο βλέμμα τους και αντιλήφθηκαν την κατάστασή τους, άνοιξαν τις πόρτες και εκείνοι χύθηκαν μέσα σαν το κύμα που είχε βουλιάξει το τουριστικό στο οποίο επέβαιναν. Είχε προσαράξει ανοιχτά της πόλης και έτσι βρέθηκε ξάφνου όλο το προσωπικό, μαζί με τους μουσικούς, να περιθάλπουν τους άτυχους τουρίστες.

Το 1981, έπεσε στα χέρια του μία φωτογραφική μηχανή της Hasselblad. Εκεί, βρήκε ακόμη ένα πάθος, που μέχρι και σήμερα αφιερώνει χρόνο και διατηρεί ως χόμπυ. Με αυτή τη Hasselblad εργάστηκε και στο φωτορεπορτάζ για την Εφημερίδα «Δημοκρατική» της Ρόδου στα μέσα του ‘80.

Όταν τα πρωινά ο καιρός είναι καλός και έχει λιακάδα, φοράει το καπέλο του και συναντά τον αγαπημένο του φίλο και κουμπάρο Θανάση, για να πιούν τον καφέ τους στον όμιλο. Καθώς θυμούνται τις εποχές που έκαναν μαζί στην Ε.ΡΑ Ρόδου το «Πρωινό Δρομολόγιο» συγκινούνται και γελάνε με τις φάρσες που σκαρώνανε στους ακροατές, ο μεν ως τεχνικός ήχου και ο δε πίσω από το μικρόφωνο. Στο σπίτι του έχει ακόμη τις μπομπίνες από τις εκπομπές, ηχογραφήσεις, δίσκους, μικρόφωνα και βραβεία, τον θησαυρό της ζωής του, γεμάτο αναμνήσεις. Μιλά και δείχνει πλήρης, ευγνώμων, που η ζωή του επέτρεψε να κάνει αυτό που αγάπησε και στη διαδρομή να παραμείνει ο εαυτός του.

Αφήγηση – Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά