You are currently viewing ΛΙΟΦΑΓΟΣ ΔΕΜΕΝΕΟΣ

ΛΙΟΦΑΓΟΣ ΔΕΜΕΝΕΟΣ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Καθώς εκείνος πιάνει να διηγείται για μια ζωή με τα κατσικοπρόβατα, που από μικρό παιδί και ακόμη μέχρι σήμερα να παλεύει μα και συμπορεύεται γλυκά με δαύτα, η γυναίκα του φέρνει μεζέδες και γεμίζει το τραπέζι με όλα τα καλά. Ψωμί, ξινοτύρι απ’ τα ζώα του και τα χέρια του, ελιές, κουλουράκια και σύκα ψητά για την σπιτική ρακή. Οι παππούδες του, ο πατέρας του, ο ίδιος με αυτά περάσαν τη ζωή τους, με τα ζώα. Βγάζει από το μαντήλι το μαχαίρι του, εκατό χρονών εργαλείο όπως το λέει, να κόψει το ψωμί καθώς έκανε και ο παππούς και ο πατέρας του. Το πρόσωπό του και ο τρόπος που μιλά έχουν μια ηρεμία ανεπιτήδευτη μα ταυτόχρονα και μια σπιρτάδα, λες κ’ είναι ακόμη κοπέλι. Το πουκάμισο με την τραχηλιά που φοράει ήταν του πάππου του. Φτιαγμένο από ύφασμα αθάνατο, να προστατεύει χειμώνα καλοκαίρι το σώμα απ’ τον καιρό. Στα πόδια του φοράει ακόμη τα παπούτσια των βοσκών, που του φτιάξανε σαν ήτανε παλικάρι, από δέρμα γερό, ανθεκτικό στην απότομη κόψη της πέτρας του βουνού.

Τη γυναίκα του την γνώρισε ως κοπέλι, τότε που ‘ταν στον στρατό και της έριξε το μαντίλι να χορέψουν. Και όλο μπαίναν ανάμεσά τους άλλοι να χορέψουνε, κάνοντας το λεγόμενο Μπαρντό. Δεν έκανε πίσω εκείνος όμως, της έκανε τις καντάδες της και την πολιόρκησε πέντε χρόνια ώσπου να την παντρευτεί. Ευτυχώς ο πατέρας της τον ήθελε γαμπρό του, γιατί αλλιώς υπήρχαν και ζευγάρια που είχαν κλεφτή στην εποχή τους για να είναι μαζί. Τους χορούς στα χρόνια του τους έστηναν με τα βιολιά και την τσαμπούνα στο άψε σβήσε. Έστρωναν γύρω γύρω τα μαδέρια να καθίσουν τα όργανα και στη μέση ξεκινούσαν οι χορευτές. Και χόρευε πολύ και εκείνος όποτε δεν έπιανε την τσαμπούνα. Γιατί και η τσαμπούνα στο αίμα του τρέχει.

Οι άντρες της οικογένειάς του ήταν νταουλιάριδες, εφτά αδέρφια παίζανε όλα είτε νταούλι, είτε τσαμπούνα. Σαν ήταν νέος ξενυχτούσε μέχρι να βγει ο ήλιος χορεύοντας. Και ακόμη το ‘χει μέσα του, και παρά την κούραση των χρόνων, ακόμη θα σύρει τον χορό με κάθε ευκαιρία. Ο χορός και η μουσική ήταν εκτόνωση και αφορμή για φλερτ τότε για τους ανθρώπους. Τα ζώα είχαν απομόνωση και σκληρή δουλειά και όποτε τύχαινε πανηγύρι, κατέβαιναν οι βοσκοί απ’ τα βουνά τους και αφήνονταν στης μουσικής την χάρη. Τώρα, σαν πιάνει το βραδάκι και έχει βολέψει τα ζωντανά, κάθεται στην ησυχία και ακούει τα κουδούνια τους σαν συνοδεία με όλους τους ήχους απ’ το βουνό. Παίρνει την τσαμπούνα του και αφήνει την ψυχή του να βγει στη μελωδία της. Την ζωή του αυτή δεν την αλλάζει. Την ελευθερία και την ανεξαρτησία της βοσκοσύνης, την ζωή μαζί με τη φύση.

Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά