Από τον 15ο αιώνα το νησί αναγνωρίζεται στις πηγές με την ονομασία Διάδρομοι ή Δρόμοι, εκ παραφθοράς της οποίας προήλθε η ονομασία (η) Λιαδρόμια ή Ηλιοδρόμια ή Χιλιοδρόμια. Σε χάρτη της δεκαετίας του 1690 ο χαρτογράφος Βιντσέντζο Κορονέλλι παρουσιάζει το νησί ως Λιδρόμι (Lidromi), ενώ τη σημερινή του ονομασία Αλόννησος την έλαβε κατά τη νεότερη εποχή, επί Όθωνα το 1838. Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Ίκος με τη ρίζα ικ- που σημαίνει διεύθυνση, πορεία, δρόμος να ερμηνεύει τη φύση της καταλυτικής του θέσης για τα θαλάσσια εμπορικά του δρομολόγια.
Την μακραίωνη πορεία του στον χρόνο μαρτυρούν τα παλαιολιθικά ευρήματα που εντοπίστηκαν στη μικρή νησίδα απέναντι από το σημερινό Κοκκινόκαστρο με την εντυπωσιακή παραλία στην ανατολική πλευρά του νησιού, καθώς συνιστούν τα αρχαιότερα λείψανα ανθρώπινης παρουσίας στο Αιγαίο. Την ίδια στιγμή, την παλαιότερη ανθρώπινη εγκατάσταση σε νησί του Αιγαίου αναδεικνύει και η χρήση του Σπηλαίου του Κύκλωπα στη νότια πλευρά του νησιού ως χώρος κατοικίας από το 8600 π.Χ. έως το 4000 π.Χ., όπως και κατά τους ιστορικούς χρόνους, ενώ πιθανολογείται πως λειτούργησε και ως ιερός χώρος λατρείας κατά τους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.

Μολονότι, λοιπόν, η πρώτη ανθρώπινη κατοίκηση της Αλοννήσου τοποθετείται στη Μέση Παλαιολιθική εποχή, τότε που πιθανολογείται πως το νησί ήταν ενωμένο με τα άλλα νησιά και τη Θεσσαλία, η παράδοση κάνει λόγο για μινωική αποικία στο νησί κατά τη διάρκεια της μινωικής θαλασσοκρατίας στο Αιγαίο, η οποία αργότερα απέκτησε μυκηναϊκό χαρακτήρα. Ο Σκύμνος ο Χίος μάς πληροφορεί πως μαζί με τη Σκόπελο που ονομαζόταν Πεπάρηθος, κατοικήθηκε γύρω στο 1600 π.Χ. από Κρήτες που ήρθαν από την Κνωσσό με αρχηγό τον Στάφυλο, τον γιο του Διονύσου ή κατά άλλους του Θησέα και της Αριάδνης.

Κι ενώ η μυκηναϊκή πόλη τοποθετείται στη σημερινή θέση Κοκκινόκαστρο, στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής έρχεται στο νησί, κατά μία παράδοση, ο πατέρας του Αχιλλέα Πηλέας και βασιλιάς της Φθίας στη Θεσσαλία, για να μείνει εκεί έως το τέλος της ζωής του, γι’ αυτό και ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς καταγράφει σε ένα επίγραμμά του πως o σύζυγος της Θέτιδος κατοικεί την Ίκο με τους λίγους βώλους γης. Παράλληλα, με την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού της εποχής του Χαλκού, κατά την εποχή του Σιδήρου (11ος-8ος αι. π.Χ.), οι Ίωνες Χαλκιδείς, στην πορεία τους προς τη Χαλκιδική, ίδρυσαν αποικίες στην Αλόννησο, στη Σκόπελο και στη Σκιάθο. Κατά τους γεωμετρικούς χρόνους το νησί βρίσκεται υπό την εξουσία των Δολόπων, οι οποίοι επειδή εξελίχθηκαν σε επικίνδυνους πειρατές, κατατροπώθηκαν αργότερα από τον αθηναϊκό στόλο υπό τη διοίκηση του Κίμωνα, κι έτσι το νησί το 476 π.Χ. προσχώρησε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία.

Κατά την κλασική εποχή η Ίκος είχε δύο πόλεις, γι’ αυτό και ο Ψευδο-Σκύλαξ την χαρακτηρίζει δίπολιν, με τη μία να πιθανολογείται πως βρισκόταν στη θέση Κοκκινόκαστρο, όπου σώζονται μέχρι σήμερα υπολείμματα του τείχους και την άλλη στη θέση που είναι χτισμένο το σημερινό Χωριό ή Παλιά Αλόννησος, όπου έχει εντοπιστεί και εν μέρει ανασκαφεί νεκροταφείο της κλασικής περιόδου. Αρκετές ακόμη οχυρωμένες αγροικίες με στρογγυλούς πύργους και άλλες αγροτικές εγκαταστάσεις κλασικών κυρίως αλλά και ελληνιστικών χρόνων εντοπίζονται σε διάφορα σημεία της κεντρικής και βόρειας πλευράς της Αλοννήσου, με την άφθονη κεραμική, τα πέτρινα εργαλεία επεξεργασίας των δημητριακών και τις πέτρινες εγκαταστάσεις για την παραγωγή κρασιού και λαδιού να αποδεικνύουν τον αγροτικό χαρακτήρα των εγκαταστάσεων αυτών.

Κατά τα κλασικά χρόνια το νησί φημίζεται για την καλλιέργεια της αμπέλου και τον εκλεκτό της οίνο, ο οποίος, μάλιστα, εξαγόταν μέσα σε αμφορείς που έφεραν την επιγραφή ΙΚΙΩΝ. Στη θέση Τσουκαλιά βρίσκεται ο πιο καλά διατηρημένος χώρος οινοπαραγωγικής δραστηριότητας της αρχαίας Ίκου, που τοποθετείται χρονικά στην κλασική και πρώιμη ελληνιστική εποχή. Οφείλει δε την ονομασία της στην πληθώρα διάσπαρτων σπασμένων αγγείων, τα οποία αναδεικνύουν την ύπαρξη αγγειοπλαστείου αμφορέων, που προορίζονταν για την εξαγωγή του εντόπιου οίνου. Ήδη από τα προϊστορικά χρόνια περνούσε από το νησί ο εμπορικός δρόμος του οψιανού, των μετάλλων, του κρασιού, του λαδιού και των άλλων εισαγόμενων και εξαγόμενων προϊόντων. Την προηγμένη, επιπλέον, ναυσιπλοΐα των προϊστορικών χρόνων επιβεβαιώνει η εύρεση εργαλείων οψιδιανού της Μήλου σε μεσολιθικά στρώματα του Σπηλαίου του Κύκλωπα.
Οι οινοφόροι, περαιτέρω, αμφορείς κυρίως του 4ου αι. π.Χ. όχι μόνο της Αλονήσσου αλλά και της Σκοπέλου που βρέθηκαν σε πολλές αρχαίες πόλεις του Ευξείνου Πόντου επισφραγίζουν το γεγονός πως η εμπορική δράση των Βορείων Σποράδων ακολούθησε χίλια χρόνια μετά την πορεία των Αργοναυτών προς την Κολχίδα όπως και των Αχαιών προς την Τροία, σύμφωνα με την εισήγηση της προϊσταμένης της ΙΓ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Αργυρούλας Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, που μίλησε σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο το 2010 στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας. Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο συσχετισμός της ερμηνείας της ρίζας ικ- που σημαίνει δρόμο και πορεία με την Ίκο. Το πλήθος των αρχαίων ναυαγίων της περιοχής επιβεβαιώνει, επιπλέον, τη σημαντική γεωγραφική θέση του νησιού, λόγω, άλλωστε, της οποίας το νησί αποτέλεσε βάση του αθηναϊκού στόλου στους αγώνες εναντίων του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας.

Η Αλόννησος συνιστά μαζί με τη Σκύρο, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο τις Βόρειες Σποράδες, τα νησιά που πρόκεινται των Μαγνήτων, όπως γράφει ο Στράβων, απλώς σε αυτά ο αρχαίος γεωγράφος προσθέτει και το μεγαλύτερο ερημονήσι των Βορείων Σποράδων Κυρά Παναγιά, το οποίο στην αρχαιότητα λεγόταν Αλόννησος. Ακόμη, κατά την αναφορά του Στράβωνα τα νησιά των Σποράδων έχουν καθένα τους ομώνυμη πόλη, αναφορά που δεν παραλείπει έναν αιώνα αργότερα ο Κλαύδιος Πτολεμαίος για τη Σκιάθο, τη Σκόπελο και τη Σκύρο, γράφοντας νῆσος καὶ πόλις. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος συγκαταλέγει την Ίκο ανάμεσα στα νησιά των Κυκλάδων που βρίσκονται κοντά στην Εύβοια αναφέροντας παράλληλα την ονομασία του κατοίκου του νησιού (Ίκιος), ενώ διασώζει και την ονομασία των σχετικών με το νησί που αποδίδει το επίθετο Ικιακά, το οποίο χρησιμοποίησε ο πολιτικός και ιστορικός του 4ου αι. π.Χ. Φανόδημος.

Η Ίκος, όπως και όλα τα νησιά, θα ακολουθήσει το πεπρωμένο της κατάληψής της, από του Ρωμαίους το 190 π.Χ., από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. και από τους Ενετούς το 1453 έως και το 1538, οπότε ο τουρκικός στόλος υπό τον Μπαρμπαρόσα επέβαλε την τουρκική εξουσία. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και κατά τα πρώτα έτη της απελευθέρωσης, κατέφυγαν στην Αλόννησο Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι μαζί με τους αυτόχθονες του νησιού συνέθεσαν τον σημερινό πληθυσμό της Αλοννήσου.

Όσον αφορά σε μνημεία της μεσαιωνικής περιόδου όπως και των νεότερων χρόνων, η Χώρα, που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου στο νοτιότερο άκρο του νησιού, διαθέτει παραδοσιακό μεσαιωνικό οικισμό που θυμίζει την πηλιορείτικη αρχιτεκτονική, με την Παλιόπορτα ή Kαζάρμα να αποτελεί την είσοδο της μεσαιωνικής οχύρωσης, ενώ το εκκλησάκι του Χριστού με μεταβυζαντινές τοιχογραφίες από τον 16ο και 17ο αι. κερδίζει ανά τους αιώνες αιωνιότητα. Πλούσια και σε οικολογικούς θησαυρούς – εκτός από μυθολογικούς, ιστορικούς και αρχαιολογικούς – από τους ωραιότερους βιότοπους στην Ελλάδα και με το Εθνικό της Θαλάσσιο Πάρκο Σποράδων που λειτουργεί στο βόρειο άκρο του νησιού, η Αλόννησος κοσμεί το Αιγαίο με κάλλος φυσικής και περιβαλλοντικής αξίας.

Στις άγριες και βραχώδεις ακτές της φωλιάζουν στα σπήλαια φώκιες και αγριοπερίστερα, στο νησί και στις γύρω νησίδες εντοπίζονται αγριοκάτσικα όμοια με τα λεγόμενα κρι-κρι της Κρήτης, ενώ εντυπωσιάζει η ποικιλία ορνιθοπανίδας, ερπετοπανίδας και διαφόρων θηλαστικών όπως είναι ο σκαντζόχοιρος της ανατολικής Ευρώπης, που έχουν κάνει οίκο τους το όμορφο νησί. Το κάλλος της Αλοννήσου το συμπληρώνει η χλωρίδα της, την οποία συνιστούν μεταξύ άλλων η μεσογειακή μακία βλάστηση (πουρνάρι, κουμαριά, ρείκι, σχίνος και θαμνοκυπάρισσο), τα πευκόδαση χαλέπιου πεύκης, η φρυγανική βλάστηση, τα δάση αριάς και οι ελαιώνες.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ