Στη θάλασσα καταμεσής μια γη υπάρχει ευλογημένη, στην καρδιά του την έχει ο Αιγαίος Ποσειδών, παρόμοια κι η μάνα των Νηρηίδων.

Δεν είναι μοναχά η γενέτειρα του θεού του φωτός Απόλλωνα, όταν η Λητώ εξόριστη του κόσμου και μη δεκτή στον ουρανό, στη γη, μα ούτε και στη θάλασσα, όπως γράφει ο Οβίδιος, καταδιωκόμενη από τη ζήλια της Ήρας βρήκε στο νησί τόπο να γεννήσει. Δεν είναι μοναχά καταφανής η σχέση του ονόματός της με τη δήλωση της μεγαλύτερης στον Ελλαδικό χώρο ηλιοφάνειας, αλλά ολόκληρο σύμπλεγμα νησιών ονομάστηκε από τον πέριξ της νοητό τους κύκλο, όπως διατείνονται αρχαίοι συγγραφείς. Ο λόγος για τις Κυκλάδες νήσους με κέντρο τους τη Δήλο, που υπήρξε κομβικός ομφάλιος λώρος του Ελληνικού πολιτισμού, στις ποικίλες του εκφάνσεις ανά τους αιώνες, θρησκευτικός του, οικονομικός και πολιτιστικός αιμοδότης.

Αλλά και ολόκληρη Συμμαχία 150 περίπου αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών μετά το πέρας των Περσικών πολέμων (το 478 π.Χ.) υπό την κηδεμονία των Αθηνών, η Δηλιακή ή αλλιώς Αθηναϊκή, είχε έδρα της τη Δήλο, όπου υπήρχε και το Κοινό της Ταμείο έως το 454 π.Χ. οπότε και μεταφέρθηκε στην Αθήνα του Περικλή. Ο Διόδωρος Σικελιώτης κάνει λόγο για σχεδόν οκτώ χιλιάδες τάλαντα που παρέδωσαν οι Αθηναίοι προς φύλαξη στον Περικλή αλλά και για παραπάνω από δέκα χιλιάδες τάλαντα που μετέφεραν (στην Αθήνα) από τη Δήλο. Για τον πλούτο και τη φήμη μεταξύ άλλων και της Δήλου γράφει ανάμεσα σε πολλούς και ο Λουκιανός.

Ποιος είναι ο μυθικός της οικιστής και γόνος ποιου θεού ή ανθρώπου; Ο Διόδωρος Σικελιώτης αφηγείται πως όταν η Ροιώ έμεινε έγκυος από τον Απόλλωνα, οργισμένος ο πατέρας της Στάφυλος και ένας από τους γιους του Διονύσου και της Αριάδνης, την έριξε στη θάλασσα κλείνοντάς της σε λάρνακα που εκβράστηκε στην ακτή της Δήλου. Εκεί η Ροιώ γεννώντας τον Άνιο τον ανέθεσε στον βωμό του Απόλλωνα, ο οποίος τον ανέθρεψε, του έδωσε την εξουσία αλλά του έδωσε και το χάρισμα της μαντικής καθιστώντας τον μέγα ιερέα και μάντη του ιερού της Δήλου. Με τη διπλή του ιδιότητα ως βασιλιάς του τόπου την εποχή του Τρωικού πολέμου αλλά και ως ιερέας του Φοίβου, παρουσιάζεται και στην Αινειάδα του Βιργιλίου και στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου.

Ο Διόνυσος έδωσε το χάρισμα στις κόρες του Ανίου Οινοτρόπους Ελαΐδα, Σπερμώ και Οινώ να τρέπουν με το άγγιγμά τους τα πάντα σε οίνο, σε σιτάρι και ελιές, όπως ο ίδιος ο Άνιος αποκαλύπτει στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Κατά την αφήγηση του ίδιου του Ανίου, όταν οι Έλληνες εκστρατεύοντας στην Τροία σταμάτησαν στη Δήλο, ο Αγαμέμνονας άρπαξε βιαίως τις κόρες του χωρίς τη θέλησή τους, για να εξασφαλίσει στον ελληνικό στόλο μόνιμες προμήθειες σε σιτάρι, λάδι και κρασί. Όμως μετά από παράκλησή τους στον προπάππου τους Διόνυσο, εκείνος τις μεταμόρφωσε σε περιστέρια, γι’ αυτό και στη Δήλο δεν επιτρεπόταν να τα σκοτώνουν.

Κι αν σε αυτό οφείλεται η ιερότητα των περιστεριών στην Δήλο, με το νησί συνδέεται εξίσου το ορτύκι, γεγονός που μαρτυρά το παλαιότερο όνομά της Ορτυγία (από το ὄρτυξ τοῦ ὄρτυγος), δηλ. νησί των ορτυκιών, που οφείλεται στην άρνηση της αδελφής της Λητούς Αστερίας να υποκύψει στον έρωτα του Δία. Κι εκείνος, όπως αφηγείται ο Υγίνος, τη μεταμόρφωσε σε ορτύκι και την έριξε στη θάλασσα. Έτσι, προέκυψε το νησί που ονομάστηκε Ορτυγία και ήταν πλωτό (mobilis), πληροφορία που πρωτοεμφανίζεται στον Πίνδαρο, καθώς ἦν τοπάροιθε φορητά, παρασυρόμενη απ’ τα κύματα κι απ’ τις ριπές απάντων των ανέμων, όπως παραθέτει ο Στράβων μαζί με τον μύθο του τοκετού της Λητούς. Και όπως γράφει κι ο Βεργίλιος, από γιαλό παράδερνε παλιά σ’ άλλο γιαλό, έως ότου γεννώντας τελικά εκεί η Λητώ υπό την απειλή του πύθωνα που είχε στείλει ξωπίσω της η Ήρα να μη σταθεί πουθενά για να γεννήσει, όπως γράφει ο Σέρβιος, ο Απόλλωνας την πρόσδεσε γερά στην ψηλωμένη Μύκονο και στη στεριά της Γυάρου, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το γεγονός ότι η μητέρα του βρήκε εκεί καταφύγιο για να γεννήσει τον ίδιο και την Άρτεμη.
Αν και ο Υγίνος παραδίδει πως κατά τον τοκετό της η Λητώ κρατούσε μια ελιά (βλ. παραπομπή 24), ο προγενέστερος Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα παραδίδει πως κρατούσε φοινικόδεντρο, όπως και ο ποιητής Θέογνις, γεγονός που φαίνεται πιο ορθό, αφού και ο ίδιος ο Οδυσσέας νωρίτερα ικετεύοντας στο νησί των Φαιάκων για τη βοήθεια της Ναυσικάς, παρομοιάζει την αξιοθαύμαστη ομορφιά της μ’ εκείνη του νεαρού βλαστού της φοινικιάς που είχε δει κάποτε στον βωμό του Απόλλωνα στη Δήλο, επιβεβαιώνοντας έτσι το νησί ως μία από τις έδρες του θεού, η λύρα του οποίου κοσμεί την εμπρόσθια όψη των αργυρών Δηλιακών νομισμάτων του 6ου-5ου αι. π.Χ. Κι ενώ ο Παυσανίας μνημονεύει τον φοίνικα της Δήλου και την ικεσία του Οδυσσέα, ο Οβίδιος, σώζοντας και τις δύο παραδόσεις, αφηγείται νωρίτερα πως γεννώντας η Λητώ ακουμπούσε και σε ελιά, το δέντρο της Παλλάδας, αλλά και σε φοίνικα, όπως κάνει αργότερα και ο Κλαύδιος Αιλιανός στην Ποικίλη του ιστορία, γράφοντας μάλιστα πως προτού αγγίξει τα δύο αυτά δέντρα δεν μπορούσε να γεννήσει.
Μετά λοιπόν τον Λητώο τοκετό το νησί ονομάστηκε Δήλος. Και πώς αλλιώς; Αφού είχε μείνει για πολύ κρυμμένη στα κύματα, όπως γράφει ο Σέρβιος, άδηλη κι αδήλωτη, περιφερόμενη παντού, «ασαφής» και «δυσεύρετη». Κι ενώ στο Λεξικό των Liddell-Scott καταγράφεται πως στα Κυνηγετικά του Οππιανού (2.194) η Δήλος καλείται βλαστός που φύτρωσε απ’ τη θάλασσα όπως φυτρώνει ο βλαστός από τη γη, ο Αριστοτέλης, γράφει ο Πλίνιος, παραδίδει πως ονομάστηκε έτσι επειδή ανεφάνη ξαφνικά αναδυόμενη, προφανώς χάρη σε κάποια ηφαιστειακή δραστηριότητα, την ύπαρξη της οποίας εικάζουν ο Πλίνιος και ο Ρωμαίος ιστορικός Μαμμιανός Μαρκελλίνος: Ο Πλίνιος συγκαταλέγει τη Δήλο ανάμεσα στα νησιά (Ρόδος, Ανάφη, Νέαι, Αλόνη, Ιερά ή Αυτομάτη, Θεία ) που αναδύθηκαν από τη θάλασσα προς αναπλήρωση εκ μέρους της φύσης όσων εδαφών αφανίστηκαν από σεισμό, ενώ ο Μαμμιανός Μαρκελλίνος γράφει τον 4ο αι. μ.Χ. στο έργο του Res Gestae πως υπάρχουν τέσσερα είδη σεισμών, στο πρώτο από τα οποία κατατάσσει την περίπτωση της Δήλου μαζί μ’ εκείνη της Ανάφης και άλλων νησιών.

Πολύ νωρίτερα ο Ηρόδοτος διηγείται πως ο Δάτης όχι μόνο κάλεσε πίσω τους Δηλίους που είχαν διαφύγει στην Τήνο διαβεβαιώνοντάς τους πως δεν θα έβλαπτε ποτέ τη γενέτειρα δύο θεών ούτε και των κατοίκων της, αλλά έκαψε πάνω στον βωμό του Απόλλωνα τριακόσια τάλαντα λιβάνι. Το αλώβητο της ιερής Δήλου εκ μέρους των Περσών που εναντιώθηκαν σε θεούς κι ανθρώπους αναφέρει και ο Κικέρωνας, ενώ ο ιστορικός Λίβιος χαρακτηρίζει το ιερό της Δήλου σεβασμιώτατο (augustissumum) και διασημότατο (celeberrumum). Αμέσως μετά, γράφει ο Ηρόδοτος, μόλις ο Δάτης άνοιξε πανιά, σεισμός τράνταξε τη Δήλο, όπως έλεγαν οι Δήλιοι, για πρώτη και τελευταία φορά ως την εποχή του ιστορικού. Ο Μελέτιος, μάς πληροφορεί σχετικά με το ίδιο γεγονός πως στις αρχές των Περσικών πολέμων, η Δήλος σείστηκε τόσο πολύ όσο καμία άλλη φορά. Πάντως ότι δεν υπέστη η Δήλος σεισμό όσο ήταν πλωτή αναφέρουν ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης.

Ακόμη κι αν δεν αναδύθηκε λόγω σεισμού η Δήλος, ίσως από την άλλη και να αποκαλύφθηκε μετά την υποχώρηση υδάτων που προηγουμένως είχαν κατακλύσει την ευρύτερη περιοχή, όπως διηγείται ο Κύναιθος από τη Χίο (6ος αι. π.Χ.), που μνημονεύεται ως ο ποιητής του Ομηρικού Ύμνου στον Απόλλωνα. Από παντού το κύμα μαυριδερό προς τη στεριά μ’ αέρηδες ορμούσε, γράφει. Είτε όμως ως προϊόν ανάδυσης είτε και αποκάλυψης, με το νέο της ομιλούν όνομα η Δήλος και προερχόμενο από το ρήμα δηλῶ, μεταφέρεται από την αφάνεια στο φως, μαζί με την ιδιότητα του καταφανούς, του φανερού και του διαυγούς. Άλλωστε, είναι η γενέτειρα του φωτοδότη Απόλλωνα, η Delos materna του Βεργιλίου, η Delos natalis του Ορατίου.

Δεν είναι τυχαίο που η καρδιά του Κυκλαδικού πολιτισμού χτύπησε στο κέντρο του Αιγαίου Πελάγους την 3η χιλιετία π.X. έχοντας ως ιερό του νησί τη Δήλο με μία από τις μεγαλύτερες ηλιοφάνειες του ελληνικού χώρου. Μετά την καταστροφή των Μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1450 π.Χ., στις Κυκλάδες κυριαρχούν οι Μυκηναίοι από την ηπειρωτική Ελλάδα, που μεταδίδουν στα νησιά τα δικά τους πολιτιστικά στοιχεία. Σχέσεις της Δήλου με τη Μινωική Κρήτη αναδεικνύει μια κρήνη ονόματι Μινώα που λειτούργησε από τον 6ο αι. π.Χ., ενώ με τους Μυκηναίους δύο Μυκηναϊκές ταφές του δευτέρου μισού της 2ης π.Χ. χιλιετίας στη θέση του μεταγενέστερου ιερού του Απόλλωνα. Ωστόσο, η Δήλος, δηλωτική της ίδιας της τελικά της φύσης, παρεμφαίνει εαυτόν επιτελώντας σπουδαίους ρόλους σε τρεις διαφορετικές αρχαίες εποχές, ως θρησκευτικός χώρος, ως θησαυροφυλάκιο της Αθηναϊκής Συμμαχίας αλλά και ως εμπορικός λιμένας.

Ο Βεργίλιος τοποθετεί τη Δήλο στις Κυκλάδες, όταν περιγράφοντας στην Αινειάδα του την πλεύση των Τρώων προς την Κρήτη όπου οικοδόμησαν την Πέργαμο, αφήνοντας πίσω τους εκείνοι την Ορτυγία, είχαν μπροστά στα μάτια τους τη θέα της Νάξου, της Δονούσας, της Ωλεάρου (αρχ. Αντίπαρος), της Πάρου και τις διάσπαρτες στο πέλαγος Κυκλάδες. Στις Κυκλάδες συγκαταλέγει ήδη τη Δήλο και ο Σκύλαξ, ο Υγίνος και ο Διονύσιος Καλλιφώντος, ο οποίος αναφέρει και το ιερό του Απόλλωνα εκεί. Ακόμη, ο Πομπώνιος Μέλας, ο οποίος αποδίδει την ονομασία των νησιών στον κύκλο που σχηματίζουν, όπως κάνει και ο Διονύσιος ο Περιηγητής. Ο Πλίνιος αποδίδει την ονομασία των νησιών πιο συγκεκριμένα στον κύκλο που σχηματίζουν γύρω από τη Δήλο, όπως και ο Σωλίνος Πολυίστωρ, ο συγγραφέας των αρχαίων σχολίων στον Θουκυδίδη, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, ενώ στις Κυκλάδες συγκαταλέγει τη Δήλο και ο Αμπέλιος. Ακόμη, Δήλος συγκαταλέγεται στις Κυκλάδες και σε αρχαία σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή.

Aλλά και ο Στράβων τοποθετεί τη Δήλο στο Αιγαίο, στο κέντρο των περιοικίδων νήσων της, δηλ. των Κυκλάδων, οι οποίες μάλιστα την έκαναν ένδοξη εξαιτίας της εκ μέρους τους διοργάνωση λαμπρών εορτών με χορούς παρθένων δι’ αντιπροσωπειών με προσφορές (θεωρίαι) από τις διάφορες Ιωνικές πόλεις, ήδη από την εποχή του Σόλωνα (7ος-6ος αι. π.Χ.). Πολύ νωρίτερα όμως και στον Ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα γίνεται μνεία αυτών των Δηλιακών εορταστικών εκδηλώσεων των μακροχίτωνων Ιώνων στη Δήλο, όπως και στον Θουκυδίδη.

Ο Στράβων αναφέρεται στο γεγονός της εκ μέρους των Αθηναίων κάθαρσης της Δήλου το 426 π.Χ. μέσω της απαγόρευσης όχι μόνο της ταφής αλλά και της καύσης των νεκρών στο νησί, η μεταφορά των οποίων αποφασίστηκε στη γειτονική Ρήνεια, γεγονός που έχει ήδη καταγράψει ο Θουκυδίδης, ο οποίος προσθέτει στην αναφορά του την απαγόρευση εξίσου και της γέννησης στη Δήλο, όπως κάνει και ο Διόδωρος Σικελιώτης, ενώ ο Παυσανίας καταγράφει πως αυτό συνέβαινε και στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Με λίγα λόγια, απαγορευόταν να γεννιέται κανείς εκεί και να πεθαίνει. Την απαγόρευση, επιπλέον, και των σκυλιών στο νησί αναφέρουν ο Στράβων και ο Μελέτιος, όμως ο Υγίνος είναι εκείνος που την ερμηνεύει αποδίδοντάς την στον κατασπαραγμό από σκυλιά όχι μόνο του μυθικού Ακταίωνα και του εξίσου μυθικού Θασίου, του γιου του Ανίου, αλλά και του ίδιου του Ευριπίδη.
Η Ρήνεια, γράφει ο Πλίνιος, αποκαλείται από τον Αθηναίο συγγραφέα του 3ου αι. π.Χ. Αντικλείδη Κελαδούσα, όπως και Αρτεμήτις και Κελαδίνη, με τα δύο ονόματα εξ αυτών να επιβεβαιώνονται και από τον Μελέτιο στην Παλαιά και Νέα του Γεωγραφία. Σήμερα τα γειτονικά νησιά διακρίνονται σε Μικρή και Μεγάλη Δήλο, με τη Μεγάλη να είναι η Ρήνεια, ενώ ως σύμπλεγμα νησίδων ονομάζονται Δήλες. Παράλληλα, και εκ παραφθοράς της φράσης εἰς Δῆλες, σε παλαιότερους χάρτες περιηγητών καταγράφονται αμφότερες με το όνομα Sdiles. Στις μέρες μας τα δύο ακατοίκητα νησίδια εντάσσονται στον βιότοπο Corine, καθότι η ευρύτερή τους περιοχή βρίσκεται κατά μήκος μιας κύριας μεταναστευτικής οδού πτηνών, με τον μαυροπετρίτη να πρωταγωνιστεί στα ταξίδια του, όπως πρωταγωνιστεί με την παρουσία της και η σαύρα Σιλιβούτι (Podarcis erhardii) στα διάφορα είδη της.

Την ενότητα Δήλου-Ρήνειας αναδεικνύει κατά την αρχαιότητα ο Ηρόδοτος, όταν, αναφερόμενος στην πρώτη κάθαρση της Δήλου που έγινε από τον τύραννο της Αθήνας Πεισίστρατο το 540 π.Χ., χρησιμοποιεί για τη μεταφορά των νεκρών τη φράση σε άλλο μέρος της Δήλου, καθαίροντας έτσι το ιερό «από το μίασμα του θανάτου». Επομένως, το γεγονός που αναφέρει ο φιλόσοφος του 4ου αι. π.Χ. Αριστόξενος, το οποίο παραθέτει ο Διογένης Λαέρτιος, πως όταν πέθανε από ασθένεια ο φιλόσοφος Φερεκύδης (6ος αι. π.Χ.), ο Πυθαγόρας τον έθαψε στη Δήλο, συνέβη πριν από την πρώτη κάθαρση της Δήλου. Σχετικά με τη σύνδεση Δήλου-Ρήνειας, ο Θουκυδίδης αναφέρεται και στο γεγονός πως ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, αφού αφιέρωσε τη Ρήνεια στον Δήλιο Απόλλωνα, ένωσε τα δύο νησιά με αλυσίδα.
Ο Πλίνιος καταθέτει και άλλα ονόματα της Δήλου, το Κυνθία που παραδίδει ο Αγλαοσθένης από το όρος της Κύνθο, στην υψηλότερη κορυφή του οποίου εντοπίστηκε μια πρώτη κατοίκηση της 3ης π.Χ. χιλιετίας, ενώ άλλοι αναφέρουν τα Ορτυγία και Αστερία, το όνομα της Δήλου όσο ήταν πλωτή κατά τον Καλλίμαχο, ώσπου έπαψε άδηλη να πλέει, αλλά και κατά τον Απολλόδωρο. Ο Πλίνιος καταθέτει και τα Λαγία, Χλαμύδα, Κύναιθο και Πυρπύλη, με μερικά εξ αυτών να αναφέρονται και από τον Στέφανο τον Βυζάντιο που προσθέτει και το λανθασμένο κατ’ αυτόν Ζάκυνθο. Ακόμη, στις ονομασίες του Πλινίου ο Στέφανος προσθέτει και το Σκυθίδα που αναφέρει ο Νικάνωρ της Ελληνιστικής εποχής, όπως και το Πελασγία, όνομα στο οποίο βασίζεται η εικασία πως πρώτοι κάτοικοι του νησιού κατά τα προϊστορικά χρόνια δεν ήταν Κάρες όπως γράφει ο Θουκυδίδης, στηριζόμενος ωστόσο στο ότι οι μισοί τάφοι που μεταφέρθηκαν στη Ρήνεια κατά την κάθαρση της Δήλου ανήκαν σε Κάρες, αλλά Πελασγοί που αργότερα ονομάστηκαν Ίωνες, όπως γράφει ο Ηρόδοτος.

Κατά τον 10ο αι. π.Χ. οι Ίωνες, σύμφωνα με τον Βελλήιο Πατέρκουλο, προχωρώντας από την Αθήνα με αρχηγό τους τον Ίωνα, κατέλαβαν τη θαλάσσια περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Ιωνία και έχτισαν πολλές πόλεις όπως ήταν η Έφεσος, αλλά κατέλαβαν και πολλά νησιά στο Αιγαίο και στο Ικάριο πέλαγος, μεταξύ των οποίων και η Δήλος. Μάλιστα, όπως μαθαίνουμε από αρχαία σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή, οι Ίωνες εξ Αθηνών εγκαθίστανται στη Δήλο με αρχηγό τον Αντίοχο. Αμέσως μετά ο Πλίνιος αναφέρεται στην περιφέρειά της των μόλις πέντε ναυτικών μιλίων αλλά και στο Κύνθιο όρος, το οποίο μνημονεύουν και άλλοι συγγραφείς, μαζί μάλιστα με τον αρχαίο ποταμό της Δήλου Ινωπό και συνήθως μαζί με το ιερό του Απόλλωνα και της Λητούς. Για την ιστορία της Δήλου καθώς και για τη γέννηση του Απόλλωνα και της Άρτεμης εκεί έγραψε ο Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας του 4ου αι. π.Χ. Δημάδης, όπως πληροφορούμαστε στο Λεξικό του Σούδα, καθώς έναν αιώνα αργότερα και ο Αντικλείδης, ενώ από τον Αθήναιο πληροφορούμαστε πως ο Σήμος ο Δήλος είχε γράψει και για τη Δήλο, στη Δηλιάδα του.

Η Δήλος ανακηρύσσεται ελεύθερη και ανεξάρτητη το 314 π.Χ. έως και το 167 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι παραχωρούν εκ νέου το νησί στους Αθηναίους. Ο Στράβων τονίζει έκτοτε την αφοσίωση των Αθηναίων τόσο στη λατρεία όσο και στο εμπόριο, συνδέει ευλόγως την ιερότητα της Δήλου και τις εορταστικές της εκδηλώσεις με την ανάπτυξη του εμπορίου, καθότι αυτές έλκυαν τους εμπόρους, αναφέρεται στη συμβολή της ανάπτυξης της εμπορικής δραστηριότητας στη Δήλο μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και την έλευση στο νησί πολλών Κορινθίων εμπόρων λόγω της φορολογικής ατέλειας του ιερού και τονίζει την ευνοϊκή θέση του λιμανιού για όσους έπλεαν από την Ιταλία και την Ελλάδα προς την Ασία. Την ίδια εποχή εξαιτίας της μεγάλης συρροής πολλών ξένων εμπόρων στο νησί, πολλοί εξ αυτών οργανώνονταν σε θρησκευτικούς θιάσους, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων ήταν το Ίδρυμα των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών που τελούσαν υπό την προστασία του Σύριου Ποσειδώνα.

Ο Πλίνιος χαρακτηρίζει με τη σειρά του τη Δήλο μακράν το πιο επιφανές νησί στο μέσο των Κυκλάδων για το ιερό του Απόλλωνα και ευκλεές για την εμπορική του δραστηριότητα, όπως χαρακτηρίζει συγκεκριμένα ως αρχαιότερη δόξα του χαλκού τα χάλκινα αντικείμενα της Δήλου, κυρίως ομοιώματα θεών, ανθρώπων και ζώων για χάρη των οποίων συνέρρεαν από παντού στις αγορές του νησιού. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Σήμου του Δήλιου, την οποία παραθέτει ο Αθήναιος, σε έναν χάλκινο φοίνικα, αφιέρωμα των Ναξίων. Κι ενώ η πολυπολιτισμικότητα του νησιού βρίσκει την πιο μεγάλη της ανταπόκριση στη φράση του ποιητή Στατίου που αναφέρει τη Δήλο ως οικοδέσποινα των εθνών, κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η Δήλος μετρούσε 30000 κατοίκους. Αλλά και ο Παυσανίας εκτός από την αναφορά στο λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα εστιάζει στη Δήλο ως ἐμπόριον για τους Έλληνες, ενώ ο Μελέτιος στην Παλαιά και Νέα του Γεωγραφία την καταγράφει ως Ἐμπόριον ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος. Άλλωστε, η έντονη εμπορική της δραστηριότητα επιβεβαιώνεται και από πλήθος Δηλιακών προξενικών ψηφισμάτων κυρίως για εμπόρους.

Την πρωτοκαθεδρία στα ιερά κατέχει φυσικά το ιερό του Απόλλωνα, η λατρεία του οποίου όπως και της Λητούς και της Άρτεμης ξεκίνησε τον 9ο ή 8ο αι. π.Χ., ενώ τον 7ο αι. π.Χ. το ιερό «καθιερώθηκε ως το κοινό θρησκευτικό κέντρο των Ιώνων». Σε μια πρώτη του όμως μορφή η ίδρυση του ιερού ανάγεται στην εποχή του Χαλκού (3300-1200 π.Χ.), γι’ αυτό και ο Μελέτιος καταγράφει πως γλιτώτοντας ο Θησέας από τον Λαβύρινθο, πρόσφερε εκεί ευχαριστήριες θυσίες και πως πρώτος άρχισε να περιτρέχει τον βωμό και να χορεύει μαζί με τους συνοδούς του, εγκαινιάζοντας την παροιμία Δήλου κακός βωμός, για όποιον χόρευε ή περιφερόταν κάνοντας παρόμοιες κινήσεις. Αυτόν τον κυκλικό χορό ονόματι γέρανο κατά τον Δικαίαρχο, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, που παρέπεμπε σε ελιγμούς εντός του Λαβυρίνθου χόρευαν οι νέοι κατά τα Δήλια γύρω από τον πρωταρχικό κεράτινο βωμό (7ος αι. π.Χ.). Ο κεράτινος βωμός κατά την παράδοση κατασκευάστηκε από τον ίδιο τον Απόλλωνα με τα κέρατα ζώων που σκότωσε η Άρτεμη στο όρος Κύνθος. Ακόμη, ο Πλούταρχος καταθέτει πως πρώτος ο Θησέας θεσπίζοντας αγώνα στη Δήλο προς τιμήν του Απόλλωνα απέσπασε κλάδο του ιερού φοίνικα που ονομάστηκε σπάδιξ, με τον οποίο στεφάνωνε τους νικητές, γεγονός που μαρτυρά και ο Παυσανίας.
Στη διαμόρφωση και τη λειτουργία του ιερού του Απόλλωνα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο οι Νάξιοι, οι οποίοι έκτισαν γύρω από τον κεράτινο βωμό τον Οίκο και τη Στοά των Ναξίων στην είσοδο του ιερού, τον 7ο και τον 6ο αντίστοιχα π.Χ. αιώνα. Εκτός από το λατρευτικό άγαλμα του Δηλίου Απόλλωνα και έργο του Τεκταίου και του Αγγελίωνα του 6ου αι. π.Χ., οπότε και κτίστηκε ο Ναός του Απόλλωνα από πώρο κατά τη διάρκεια της κάθαρσης από τον Πεισίστρατο, ο Παυσανίας αναφέρεται και σε ένα μικρό ξόανο της Αφροδίτης στο νησί, ενώ την ποικιλία λατρείας εμπλουτίζει και η αφιέρωση στην Αθηνά Πολιάδα σε μια κολόνα του Βουλευτηρίου του πρώτου μισού του 6ου αιώνα π.Χ. Το ένα από τα τρία κεντρικά κτήρια του ιερού του Απόλλωνα είναι ο δωρικός περίπτερος Ναός των Δηλίων ή μεγάλος Ναός, που άρχισε να ανεγείρεται περί το 475 π.Χ. Δίπλα σε αυτόν οι Αθηναίοι ανήγειραν γύρω στο 425-420 π.Χ. τον Ναό των Αθηναίων προκειμένου αυτός να στεγάσει τα φορητά τους αναθήματα και επτά χρυσελεφάντινα αγάλματα, από τα οποία αργότερα ονομάστηκε Ναὸς ἐν ᾧ τὰ ἑπτὰ.

Βεβαίως και άλλα ιερά γέμιζαν με δέος την πόλη της Δήλου και μεταξύ αυτών της Ήρας και της Άρτεμης (7ος αι. π.Χ.) που κτίστηκε στον περίβολο του Ναού του Απόλλωνα πάνω σε Μυκηναϊκά ερείπια και εντός του οποίου ο Μελέτιος στην Παλαιά και Νέα του Γεωγραφία αναφέρει πως υπήρχε ένα αξιολογώτατο άγαλμα της θεάς ἐκ λευκοτάτου λίθου. Κι ενώ πέριξ του Αρτεμισίου βρέθηκαν αγάλματα κορών του 7ου και 6ου αι. π.Χ., εκτός από τον Οίκο και τη Στοά, Ναξιακό έργο είναι και το φαντασμαγορικό Άνδηρο των Λεόντων (600 π.Χ.) που σηματοδοτούσε την πρόσβαση προς το τέμενος της Λητούς (6ος αι. π.Χ.) και του Απόλλωνα. Δεκαέξι αρχικά μαρμάρινα λιοντάρια, από τα οποία σήμερα σώζονται τα πέντε, όπως και ορισμένα μεμονωμένα τμήματα από άλλα τέσσερα, φρουρούν έκτοτε τα ιερά μνημεία, ατενίζοντας ανατολικά προς την κυκλική Ιερή Λίμνη που σχημάτιζε ο Ινωπός ποταμός, όπου σύμφωνα με τον μύθο γέννησε η Λητώ, όπως γράφει και ο ποιητής Θέογνις. Η λίμνη σήμερα δεν υπάρχει, καθότι σκεπάστηκε μετά από επιδημία ελονοσίας, το 1926.

Ακόμη, την πόλη στόλιζε το ιερό του μυθικού ιδρυτή της Δήλου Ανίου (αρχές 6ου αι. π.Χ.), των Δώδεκα Θεών (5ου- 4ου αι. π.Χ.), της Αφροδίτης (των τελών του 4ου αι. π.Χ.) κι από την ίδια εποχή το Κύνθιο (ιερό του Κυνθίου Διός και της Κυθνίας Αθηνάς), το Ασκληπιείο και ένα ιερό των Διόσκουρων. Αφιερωμένο στον Απόλλωνα των Δελφών από τους Αθηναίους γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αι. και το Πύθιον στον προαύλιο χώρο του βωμού του Απόλλωνα, στέγαζε τρία αγάλματα πιθανώς της Απολλώνιας Τριάδας (Λητώ, Απόλλων, Άρτεμις). Ακόμη, ιερά ανατολικών λατρειών όπως είναι εκείνο της Ίσιδας, της προστάτιδας των ναυτικών, με το άγαλμα της θεάς, λειτουργούν ως τεκμήριο της πολυπολιτισμικότητας του τόπου αλλά και της ιδιότητάς του ως εμπορικού και θρησκευτικού κέντρου (2ος αι. π.Χ.), ενώ την πόλη στόλιζαν και ιδιωτικές οικίες όπως είναι η περίφημη Οικία του Διονύσου με το σπουδαίο ψηφιδωτό δάπεδο (2ος αι. π.Χ.) στη Συνοικία του Θεάτρου.
Παράλληλα, όσον αφορά σε δημόσιους χώρους όπως είναι η Αρχαία Αγορά και το αρχαίο Στάδιο, αλλά και σε δημόσια κτήρια που αναδεικνύουν την πολιτική-διοικητική οργάνωση του νησιού, εκτός από το Βουλευτήριο, τη Δήλο κοσμούσαν το Εκκλησιαστήριο (αρχές του 5ου αι. π.Χ.) και το Πρυτανείο (4ου αι. π.Χ.), τα οποία απογείωσε η παρουσία του εντυπωσιακού θεάτρου (4ος-3ος αι. π.Χ.), μαζί με την ελληνιστική Αγορά των Ερμαϊστών ή Κομπεταλιαστών με ναό αφιερωμένο στον Ερμή, τον θεό του εμπορίου (2ος αι. π.Χ.). Στο Μουσείου της Δήλου που κατασκευάστηκε το 1904 εκτίθενται μεταξύ άλλων όπως λ.χ. αγγεία από την Προϊστορική εποχή και γλυπτά της Ελληνιστικής περιόδου, κοσμήματα και σκεύη καθημερινής χρήσης που αναδεικνύουν την καταφανή της αίγλη εκείνης της εποχής.

Σήμερα, ολόκληρη η Δήλος συνιστά αρχαιολογικό χώρο χαρακτηρισμένο ως Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά υπό την προστασία της UNESCO και είναι ο ελάχιστος τιμητικός τίτλος για έναν τόπο που η μοίρα έχρισε από αφανή σε επιφανή.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ

There aren't any posts currently published in this category.