H ιστορία της Κύθνου χάνεται στα βάθη των χιλιετιών, εφόσον οι ταφές και οι κυκλικές οικίες που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο στον μεσολιθικό οικισμό (9500 π.Χ. – 8500 π.Χ.) του Μαρουλά στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού μαρτυρούν πως οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, πιθανόν Ελληνοπελασγοί, υπήρξαν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Αυτές οι ταφές και οι οικίες συνιστούν από τα παλαιότερα δείγματα ανθρώπινης παρουσίας σε όλες τις Κυκλάδες και ο Μαρουλάς μία από τις ελάχιστες μεσολιθικές αρχαιολογικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Την ίδια στιγμή, η θέση Σκουριές στη βορειοανατολική εξίσου πλευρά του νησιού, με το ορυχείο εξόρυξης χαλκού της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου (3000 π.Χ.), χαρίζει γενναιόδωρα στην Κύθνο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πρώιμης μεταλλουργίας.Παράλληλα, στο φυσικό σπήλαιο Καταφύκι που βρίσκεται στο κέντρο του νησιού με τους εντυπωσιακούς σταλακτίτες, σταλαγμίτες, τα μάρμαρα, τους σχιστόλιθους και άλλα πετρώματα, έχει χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή σιδηρομεταλλεύματος. Τα ορυκτά που εξορύσσονταν στην Κύθνο από την εποχή του Χαλκού μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους είναι ο σίδηρος και ο χαλκός, ενώ από τον 14ο αι. π.Χ. (1500 π.Χ.) προστέθηκαν σε αυτά ο μόλυβδος και το μαγγάνιο.
Έπειτα, κατά τον 12ο με 11ο αι. π.Χ. οι αρχικά εγκατεστημένοι στην Οίτη και τον Παρνασσό Δρύοπες, ένα πρωτοελληνικό φύλλο συγγενές των Δωριέων, μεταναστεύουν στην Εύβοια και τις Κυκλάδες, όπου και αφήνουν το στίγμα τους. Κοντά στο γεωγραφικό κέντρο της Κύθνου υπήρχε αρχαία πόλη με το όνομα Δρυοπίς (και σήμερα χωριό), ενώ ο Ηρόδοτος κατονομάζει Δρύοπες τους κατοίκους των Στυρών της Εύβοιας και τους Κυθνίους, που είχαν συμμετάσχει αμφότεροι κατά τους περσικούς πολέμους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και του Αρτεμισίου το 480 π.Χ. Παράλληλα, η Κύθνος οφείλει το όνομά της στον αρχηγό των Δρυόπων Κύθνο, όπως καταγράφει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, καθώς καταθέτει πληρέστερη πληροφορία από εκείνη του Αίλιου Ηρωδιανού, ο οποίος κάνει λόγο για ήρωα και για νησί με το όνομα Κύθνος. Άλλωστε, εκτός από Οφίουσα, η Κύθνος ονομαζόταν στα αρχαία χρόνια και Δρυοπίς.
Ο μυθικός οικιστής του νησιού Κύθνος ήταν γιος του Απόλλωνα, η κεφαλή

του οποίου απεικονίζεται στην εμπρόσθια όψη ενός αργυρού Κυθνίου νομίσματος με τη λύρα να κοσμεί την οπίσθια όψη του. Αυτό το νόμισμα βρέθηκε μαζί με αναρίθμητα αναθήματα κυρίως των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, μεταξύ των οποίων και πήλινα ειδώλια, στο δωρικού ρυθμού ιερό της Δήμητρας της αρχαίας πόλης της Κύθνου (σημερινό Βρυόκαστρο), που λειτούργησε από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Στην αρχαία πόλη της Κύθνου που κατοικήθηκε αδιάκοπα από τον 10ο αι. π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. έχουν βρεθεί και άλλα αρχαία ιερά όπως είναι του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος και το δίδυμο ιερό του Ασκληπιού και της Αφροδίτης, διάσπαρτοι Πύργοι ορθογωνίου και κυκλικού σχήματος της κλασικής περιόδου, όπως, ακόμη, και παλαιοχριστιανικοί ναοί.

Ανασκαφές, περαιτέρω, έχουν αναδείξει πως στην παραλία του Κάστελλα, στα νοτιοδυτικά του νησιού, ιδρύθηκε κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους αλλά εγκαταλείφθηκε στο τέλος της αρχαϊκής περιόδου Ακρόπολη, της οποίας σήμερα σώζονται ερείπια. Την ίδια στιγμή, υποβρύχιες έρευνες στο αρχαίο λιμάνι του Βρυοκάστρου, στον όρμο Μανδράκι, έφεραν στο φως μεταξύ άλλων και μαρμάρινα αγάλματα της Ρωμαϊκής περιόδου, ανάμεσά τους έναν κορμό θωρακοφόρου του 1ου αι. π.Χ. και τρεις ερμαϊκές στήλες του 2ου μ.Χ. αιώνα.

Η παλαιότερη επιγραφή που έχει βρεθεί στο νησί χρονολογείται στο α’ μισό του 7ου αι. π.X. και είναι γραμμένη σε δωρική διάλεκτο, που προφανώς συνυπήρξε με την ιωνική, εφόσον στην Κύθνο είχε ιδρυθεί μια ακμάζουσα ιωνική αποικία από τους Ίωνες εξ Αττικής Κέστορα και Κεφαλήνο. Άμεσα συνδεδεμένο με την ακμή στα γράμματα και τις τέχνες που επέφεραν παντού οι Ίωνες, είναι και το γεγονός ότι η Κύθνος ανέδειξε δύο σπουδαίους ζωγράφους, τον Τιμάνθη (τέλη του 5ου – αρχές του 4ου αι. π.Χ.) και τον Κυδία, ενώ ο ορυκτός πλούτος του νησιού που έτυχε εκμετάλλευσης από την αρχαιότητα, ώθησε τους καλλιτέχνες της αρχαίας Ελλάδας να προμηθεύονται από τη μεταλλοφόρο Κύθνο αζουρίτη για την κατασκευή του μπλε χρώματος και αιματίτη για την κατασκευή του κόκκινου.Η Κύθνος βρίσκεται στις Δυτικές Κυκλάδες, ανάμεσα στην Κέα και τη Σέριφο κι ανάμεσα στους αρχαίους συγγραφείς που τη συγκαταλέγουν στις Κυκλάδες είναι ο Σκύλαξ, ο Αριστοτέλης στη χαμένη του πια Κυθνίων πολιτεία, σύμφωνα με το λεξικό του Αρποκρατίωνα, ο Διονύσιος Καλλιφώντος και ο Αμπέλιος. Στο νησί σήμερα υπάρχουν δύο μεσόγεια χωριά, η Χώρα (ή Μεσσαριά) που είναι και η πρωτεύουσα του νησιού και η Δρυοπίδα (ή Χωριό). Παράλληλα, τρεις κύριοι παραθαλάσσιοι οικισμοί κοσμούν το νησί, το κύριο λιμάνι Μέριχας, τα Λουτρά με τις διάσημες τουλάχιστον από τη Ρωμαϊκή περίοδο ιαματικές πηγές τους και ο δημοφιλής και γνωστός ως το πιο πράσινο σημείο του νησιού οικισμός Κανάλα.
Ο οικισμός αυτός, που οφείλει το όνομά του στον ναό της Παναγίας Κανάλας, έναν από τους σημαντικότερους χώρους προσκυνήματος στις Κυκλάδες, χτίστηκε το 1869 στη θέση του αρχικού ναού μετά την εύρεση μιας θαυματουργής εικόνας και έργου του περίφημου αγιογράφου Εμμανουήλ Σκορδίλη του Κρητός (1575) στο στενό (κανάλι) μεταξύ Κύθνου και Σερίφου. Εξαιτίας των ιαματικών της πηγών στα Λουτρά, η Κύθνος ονομαζόταν από τον 12ο αιώνα μ.Χ. Θερμιά, αργότερα αναφέρεται και με την ονομασία Θήραμνα, ενώ από τους Οθωμανούς αποκαλέστηκε Χαμάμ Αντασί (νήσος των θερμών πηγών), αλλά και Φερμίνα πολύ μεταγενέστερα από τους Ιταλούς.
Το Κάστρο Κατακεφάλου (ή Κάστρο της Θερμιάς ή Κάστρο της Ωριάς), η

θέση του οποίου είχε ήδη κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή, υπήρξε η έδρα της ιταλικής φεουδαρχικής οικογένειας των Κοζαδίνων (Gozzadini) κατά το διάστημα 1337-1617. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού κοντά στη Χώρα και ήταν η μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού από τον 7ο αι. μ.Χ., μετά την εγκατάλειψη του Βρυοκάστρου, έως τον 16ο αι., οπότε και καταστράφηκε ολοσχερώς από τον στόλο του Τούρκου πειρατή Χαϊρρεντίν Μπαρμπαρόσσα (Hayreddin Barbarossa), το 1537. Λένε πως ένας Τούρκος μεταμφιεσμένος σε έγκυο γυναίκα εμφανίστηκε στην πύλη του Κάστρου και παρακάλεσε να μπει μέσα. Και πως η ωραία κόρη του διοικητή, δίνοντας εντολή να ανοίξουν την πύλη, επέτρεψε στους Τούρκους να εισβάλουν και να καταλάβουν το Κάστρο. Η ωραία κόρη δεν άντεξε το βάρος της ευθύνης της και έπεσε απ’ τον βράχο. Οι Φράγκοι κατακτητές του νησιού, αναζητώντας ασφάλεια εγκατέλειψαν το Κάστρο της Ωριάς και εγκαταστάθηκαν στη Μεσσαριά όπου υπήρχε ήδη ένας μικρός οικισμός.
Στους δέκα περίπου αιώνες της συνεχούς κατοίκησής του, το Κάστρο πέρασε από διάφορες οικοδομικές φάσεις, όμως τη σημερινή του μορφή, κατά την οποία έχουν απομείνει μονάχα ερείπια τειχών και κατοικιών, την οφείλει στις μετατροπές που έγιναν τον 13ο αι. από τους Βενετούς. Επιπλέον, από τις κάποτε πολυάριθμες εκκλησίες του Κάστρου, σώζεται μόνο η εκκλησία της Αγίας Ελεούσας και ερείπια της Αγίας Τριάδας. Η Κύθνος διαθέτει Αρχαιολογικό Μουσείο που φιλοξενεί διάφορα ευρήματα όπως αγάλματα, αγγεία και εργαλεία από ανασκαφές στους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού (Βρυόκαστρο, Μανδράκι, Μαρουλάς, Κάστρο της Ωριάς, Σκουριές, Κάστελλας) της Μεσολιθικής, Πρωτοκυκλαδικής, Αρχαϊκής, Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου. Επιπλέον, το Λαογραφικό Μουσείο Δρυοπίδας, το οποίο κοσμούν έπιπλα, φορεσιές, σκεύη και εργαλεία, υφαντά και άλλα αντικείμενα, το Λαογραφικό ακόμη της Χώρας στη Μεσσαριά, όπως και το Εκκλησιαστικό και Βυζαντινό Μουσείο Δρυοπίδας με εκκλησιαστικά εκθέματα της βυζαντινής κυρίως εποχής.
Όσον αφορά στην οικολογική της αξία και τη φυσική της ομορφιά, ενώ το όρος Αθέρας, το ακρωτήριο Κέφαλος και η παράκτια ζώνη στα βόρεια του νησιού συνιστούν βιοτόπους Corine, η Κύθνος φιλοξενεί γενναιόδωρα πλήθος φυτών εκ των οποίων πάρα πολλά ενδημικά όπως είναι η Silene cythnia και πλήθος ζώων. Από τις πηγές και τα ρέματα ανάμεσα στους λόφους αναπτύσσεται έντονη βλάστηση κυρίως από καλαμιές, πικροδάφνες και βατομουριές, ενώ δεν λείπουν και κάποιες μεγάλες βελανιδιές, που δικαιώνουν το αρχαίο όνομα του νησιού Δρυοπίς. Άλλα δέντρα που κοσμούν το νησί είναι τα αρμυρίκια, τα θαλασσόκερδα, οι χαρουπιές, οι αγριελιές, τα θαμνοκυπάρισσα και τα κυπαρίσσια, ενώ από τα αρωματικά θαμνοειδή το κάνουν να ευωδιάζει το θυμάρι και το φασκόμηλο.

Στις δεκάδες σπηλιές βρίσκουν καταφύγιο οι μεσογειακές φώκιες αλλά σημαντικός αριθμός από σπάνια και ενδημικά ασπόνδυλα. Επιπλέον, στο νησί ζουν ερπετά και αμφίβια, όπως και ένας απίστευτος αριθμός πτηνών, από μεταναστευτικά με σημαντικότερο είδος τον μαυροπετρίτη, από αρπακτικά όπως ο σπιζαετός, μέχρι και θαλασσοπούλια όπως ο ασημόγλαρος, ενώ τον ουρανό της Κύθνου χαίρονται και τρυγόνια, κορυδαλλοί, μαυρολαίμηδες, γαλαζοκότσυφες και πλήθος άλλων πουλιών.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ