Κατά τι μικρότερο σε έκταση και το δεύτερο σήμερα κατοικούμενο νησί του συμπλέγματος των Φούρνων Κορσεών Θύμαινα, ή και παλαιότερα Φύμαινα, με το πρώτο όνομα να οφείλεται κατά κάποιους στην αφθονία του θυμαριού, παρουσιάζει στοιχεία πανομοιότυπα με εκείνα των Φούρνων. Περιβάλλεται από διάφορες ακατοίκητες βραχονησίδες, ενώ χάρη στην πολύπλοκη ακτογραμμή της με τους κάβους, τους διαύλους και τους αθέατους υπήνεμους όρμους, επελέξη και αυτή από την αρχαιότητα ως πειρατικό λημέρι. Πιθανόν κατοικήθηκε και αυτή κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, παράλληλα με τους γειτονικούς Φούρνους, ενώ στη σύγχρονη εποχή η κατοίκηση της Θύμαινας ξεκινά εξίσου μετά τα μέσα του 18ου αιώνα.
Η Θύμαινα δεν διαθέτει χερσαίο αρχαιολογικό χώρο, ωστόσο τον βυθό της, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους Φούρνους, περιστοιχίζουν αρχαία ναυάγια που αποκαλύφθηκαν κατά τις υποβρύχιες έρευνες της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού μόλις το 2015. Με χαρακτηριστική τη ρυμοτομία της και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του γραφικού οικισμού της, με τα ορεινά μονοπάτια και τις σπηλιές της, χαρίζει γενναιόδωρα το κάλλος της στη θέαση. Και δεν εντάσσεται μονάχα στο δίκτυο Natura 2000 λόγω της περιβαλλοντικής σημασίας των χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων της, αλλά και στον κατάλογο βιοτόπων του ευρωπαϊκού προγράμματος Corine, ως παράκτια περιοχή οικολογικής σημασίας. Και δικαίως, εφόσον την κοσμούν σχίνοι, ελιές, φίδες (είδος αγριοκυπάρισσου), συκιές, φραγκοσυκιές, αμυγδαλιές και χαρουπιές, ενώ ευωδιάζουν στα σχιστολιθικά της εδάφη θυμάρι, θρούμπι, φασκομηλιά και ρίγανη, με πολλά είδη πουλιών να αναπαράγονται στην αγκαλιά της, αλλά και να βρίσκουν καταφύγιο και να απολαμβάνουν την άθιχτη σχεδόν φύση της οι μεσογειακές φώκιες monachus monachus, διάφορα είδη δελφινιών και θαλάσσιων χελωνών, αιγοπρόβατα και μικρά κοπάδια της νησιώτικης πέρδικας.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ