Η Σκιάθος ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Σποράδων, απέχει μόλις 2,4 ναυτικά μίλια από τις ακτές του νοτίου Πηλίου, έχει ανατολικά της τη Σκόπελο, νότια την Εύβοια και προς βορρά τον Θερμαϊκό κόλπο, όπως και τη Θεσσαλονίκη από την οποία απέχει 95 ναυτικά μίλια. Εξαιτίας, μάλιστα, της γειτνίασης του νησιού με το Άγιο Όρος και τη Χερσόνησο του Άθω, κάτα κάποιους οφείλει το όνομά του στη σκιά που ρίχνει ο Άθως στο νησί (σκιά + Άθως). Ωστόσο, κατά ορθότερη εκδοχή το όνομά του σχετίζεται με την πολίχνη Σκιά της Εύβοιας, από όπου ξεκίνησαν οι Χαλκιδείς για να έρθουν στο νησί, κι ακόμη πιο ορθή είναι αυτή με την οποία συμφωνούσε ο Σκιάθιος Παπαδιαμάντης, κατά την οποία η ονομασία του νησιού οφείλεται στην πλούσια σκιά που δημιουργούν τα πολλά του δέντρα, ονομασία που δόθηκε από τους οικιστές του Πελασγούς που το κατοίκησαν μαζί με τη Σκύρο ερχόμενοι από τη Θράκη, κατά την πληροφορία του Σκύμνου του Χίου.
Μολαταύτα, με την ιστορία της να εκκινείται στα προϊστορικά χρόνια και το 3000 π.Χ., η Σκιάθος πριν τους Πελασγούς μάλλον κατοικήθηκε από Κάρες ή ακόμη και Κρήτες, όπως συνέβη με τη Σκόπελο και την Αλόννησο, όπως μας πληροφορεί ο Σκύμνος. Και είναι πιθανόν το νησί να οφείλει την ονομασία του στο λατρευτικό επίθετο του Διονύσου μινωικών αποικιών Σκιάνθιος. Τον 13ο αι. π.Χ., όπως παραδίδει ο Διόδωρος Σικελιώτης, το νησί καταλαμβάνεται μαζί με τη Σκόπελο από τον Πελία, όταν αυτός ήταν πολύ νεαρός κι αφού εκδιώχθηκε από την πατρίδα του από τον Γίγαντα Μίμαντα, έως ότου ο Χείρωνας του έδωσε πίσω την χώρα του και έγινε βασιλιάς της Ιωλκού. Πιστεύεται πως τόσο ο ελληνικός στόλος στην πορεία του προς την Τροία, όσο και ο Ιάσονας με τους Αργοναύτες στη δική του πορεία προς την Κολχίδα έκαναν στάση στο νησί.
Αφότου ερημώθηκαν, κατά τον Σκύμνο, όλα τα νησιά των Βορείων Σποράδων κατοικήθηκαν έπειτα από τους Ίωνες Χαλκιδείς, κατά κάποιους την εποχή του Σιδήρου (11ος-8ος αι. π.Χ.), προτού αποικίσουν τη Χαλκιδική. Η πόλη των Χαλκιδέων χτίστηκε κατά τα αρχαϊκά χρόνια στα νοτιοανατολικά του λιμανιού της Σκιάθου πάνω στο ύψωμα, με υπολείμματα των τειχών της να επιβιώνουν μέχρι σήμερα και κατοικήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια των κλασικών, ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, γύρω στα 1360, όταν δημιουργήθηκε η μεσαιωνική πόλη, το Κάστρο ή Φρούριο, στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Ο Σκύλαξ καταγράφει το νησί ως Σκίαθο, αναφέροντας πως είχε δύο πόλεις (δίπολις) και ένα λιμάνι. Ο Στράβων συγκαταλέγει τη Σκιάθο ανάμεσα στα νησιά που πρόκεινται των Μαγνήτων, δηλ. τις σημερινές Σποράδες, απλώς προσθέτει και το μεγαλύτερο ερημονήσι των Βορείων Σποράδων Κυρά Παναγιά, το οποίο στην αρχαιότητα λεγόταν Αλόννησος. Ακόμη, κατά την αναφορά του Στράβωνα τα νησιά των Σποράδων έχουν καθένα τους ομώνυμη πόλη, αναφορά που δεν παραλείπει έναν αιώνα αργότερα ο Κλαύδιος Πτολεμαίος για τη Σκιάθο, τη Σκόπελο και τη Σκύρο, γράφοντας νῆσος καὶ πόλις. Στον Στέφανο τον Βυζάντιο η Σκιάθος καταγράφεται ως νῆσος Εὐβοίας, πληροφορία στην οποία το Λεξικό του Σούδα προσθέτει και το γεγονός πως το νησί μνημονεύεται από τον Δημοσθένη στους Φιλιππικούς του λόγους.
Κατά τους Περσικούς πολέμους τον 5ο αι. π.Χ. η Σκιάθος συμμετέχει επικουρικά στους στρατοπεδευμένους στο Αρτεμίσιο Έλληνες (480 π.Χ.), όπως διηγείται ο Ηρόδοτος, ενώ ως μία από τις πόλεις που δεν εμήδισαν, ακολουθεί την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία κατά το 478 π.Χ., έχει αυτονομία και δημοκρατική διοίκηση. Όμως μόνο κατά τη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία κατά το 378 π.Χ., οπότε και συντάσσεται ξανά με την Αθήνα, βελτιώνεται τόσο η οικονομική της κατάσταση, ώστε στα μέσα περίπου του 4ου αι. π.Χ. κόβει χάλκινα νομίσματα με την παράσταση της κεφαλής του Ερμή στην εμπρόσθια όψη και του κηρυκείου με τη λέξη CΚΙΑΘΙ στην οπίσθια. Μετέπειτα, η Σκιάθος χρησιμοποιείται από τους Αθηναίους ως ναύσταθμος και βάση των επιχειρήσεών τους κατά του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, όπως συνέβη και με την Αλόννησο.
Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο η Σκιάθος λόγω της γεωγραφικής της θέσης βρίσκεται στο κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων Μακεδόνων και Ρωμαίων. Το δημοκρατικό πολίτευμα αποκαθίσταται στο νησί το 197 π.Χ., στη μάχη των Κυνός Κεφαλών με τη νίκη των Ρωμαίων επί του Φιλίππου του Ε’ της Μακεδονίας. Όμως, το 146 π.Χ. ολόκληρη η Ελλάδα υποδουλώνεται στους Ρωμαίους, με τη Σκιάθο να ακολουθεί την ίδια μοίρα, να υφίσταται μερικές από τις μελανές βυζαντινές στιγμές, όπως είναι οι επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών κατά τον 8ο αι. μ.Χ. αιώνα, η Εικονομαχία και η εξέγερση των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών εναντίον της δυναστείας των Ισαύρων, αλλά και τη μετέπειτα Ενετοκρατία από το 1204 έως και το 1538, οπότε και βιώνει μέχρι το 1821 την Τουρκοκρατία. Το 1829, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, οι Σκιάθιοι εγκαταλείπουν το Κάστρο και εγκαθίστανται πάλι στο λιμάνι, εκεί που ήταν η αρχαία πόλη Σκιάθος.
Εκτός από το Κάστρο που είναι πλέον ιστορικό αξιοθέατο, όπως και το ενετικό φρούριο (Μπούρτζι) όπου σήμερα λειτουργεί το Ναυτικό Μουσείο στο λιμάνι της πόλης σε μια μικρή χερσόνησο, αντιστέκονται στη φθορά των αιώνων ερείπια αρχαίου πύργου στη θέση Αναστασά – Πυργί Σκιάθου, το ρωμαϊκό ανάκτορο στην περιοχή Βασιλιάς και o υστερορωμαϊκός μώλος στη χερσόνησο Πούντα, στην πόλη της Σκιάθου η βυζαντινή εκκλησία του 4ου-6ου αι. στην περιοχή της Αγίας Τριάδας και η οικία-Μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, κατάλοιπα παλαιοχριστιανικής βασιλικής της Αγίας Σοφίας στην περιοχή Τρούλλος και ερείπια παλαιού οικισμού στη θέση Παναγία του Καρδάση.
Εκτός από ιστορικά, αρχαιολογικά και εν γένει πολιτιστικά μνημεία, γραφικά μονοπάτια και παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δικαιώνοντας την άποψη του Παπαδιαμάντη για την ερμηνεία της ονομασίας της, η Σκιάθος έχει χαρακτηριστεί Τοπίο Εθνικής Αξίας και διαθέτει πλούσια βλάστηση, όπως και ένα διεθνώς αναγνωρισμένο φυσικό περιβάλλον με πολλές προστατευόμενες περιοχές. Ανήκοντας στο οικολογικό δίκτυο Natura 2000 η περιοχή Κουκουναριές στα νότια του νησιού και η ευρύτερη θαλάσσια περιοχή εκτάσεως άνω των 888 στρεμμάτων, συνιστά τον μοναδικό βιότοπο Κουκουναριών σε νησί στη Μεσόγειο. Την ομορφαίνουν πευκοδάση και σκληρόφυλλοι θάμνοι, όπως και η Στροφυλλιά, μια μικρή λίμνη χαρακτηριστική για τη χλωρίδα και την πανίδα της, εκτάσεως 23.5 στρεμμάτων.
Περαιτέρω, την αισθητική αξία του νησιού ανεβάζουν στα ύψη τα προστατευόμενα Αισθητικά της Δάση εκτάσεως 30 τ.χλμ., δάση από χαλέπιο πεύκη, δάση κουκουναριάς και αείφυλλα πλατύφυλλα δέντρα. Η πέριξ της Ιεράς Μονής Ευαγγελιστρίας Σκιάθου που χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα (1794) στα βόρεια του νησιού, κοσμείται από μακία βλάστηση, κρητικό σφένδαμο, κουμαριές, κοκορεβυθιές, πουρνάρια και φράξους. Το φυσικό κάλλος της Σκιάθου όπως και την οικολογική της αξία επιτείνουν οι μικροί υγρότοποι, τα καταφύγια άγριας ζωής, τόσο χλωρίδας όσο και πανίδας, οι θαλάσσιοι οικότοποι και οι πέριξ του νησιού ακατοίκητες βραχονησίδες με την παρθένα φύση.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ