Νοτίως της Νάξου και απαρτίζοντας μαζί με τη Σχοινούσα, τη Δονούσα, τα Κουφονήσια (Άνω και Κάτω) και την ακατοίκητη πλέον Κέρο τις Μικρές Κυκλάδες, ή αλλιώς Παραναξίδες, κοσμεί το Αιγαίο η Ηρακλειά με τα κοιτάσματα σμύριδας και ορυκτού σιδήρου αλλά και με πολλές πηγές γλυκού ύδατος. Όλες οι Μικρές Κυκλάδες κατοικήθηκαν τουλάχιστον από την εποχή του Χαλκού και δεν απαλλάχθηκαν από το σύνηθες στα νησιά φαινόμενο των πειρατικών επιδρομών, ιδίως κατά τον Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια του οποίου όπως και κατά την Τουρκοκρατία μεταβλήθηκαν σε κρυσφήγετα και ορμητήρια πειρατών. Στις αρχές του 18ου αι. ο Μελέτιος καταγράφει στην Παλαιά και Νέα του Γεωγραφία τα πέριξ της Νάξου νησιά Νικασία, Πύῥῤα, Κιέρο, Ἡράκλεια, Σχοινοῦσα και Φεκοῦσα, χαρακτηρίζοντάς τα τότε πλην της Νικασίας ἀκατοίκητα ὑπ’ ἀνθρώπων. Σήμερα, παρά την έλλειψη άμεσων αποδείξεων, θεωρείται πως η Νάξος ασκούσε έλεγχο στα μικρότερα και νιοτιοανατολικά αυτής νησιά Φακούσ(σ)αι, Ηρακλειά και Νικασία. Άλλωστε, ήδη από την Πρωτοκυκλαδική εποχή οι Μικρές Κυκλάδες δεν είναι πιθανό να μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς τη διαμεσολάβηση της Νάξου στην προμήθεια αγαθών.
Ενώ στην περίπτωση της Ηρακλειάς έχει σήμερα απλώς επέλθει η αλλαγή της θέσης του τόνου (από Ηράκλεια σε Ηρακλειά), η Νικασία, η οποία στο Λεξικό του Σούδα καταγράφεται ως νησίδιον πλησίον Νάξου, είναι η Δονούσα, την οποία αναφέρει ήδη και ο Πλίνιος μεταξύ Φακούσας και Σχοινούσας, τοποθετώντας την στον τότε γεωγραφικό όρο Σποράδες. Παρ’ όλα αυτά, ο Βεργίλιος νωρίτερα την τοποθετεί στις Κυκλάδες, όταν περιγράφοντας στην Αινειάδα του την πλεύση των Τρώων προς την Κρήτη όπου οικοδόμησαν την Πέργαμο, αφήνοντας πίσω τους εκείνοι την Ορτυγία (αρχ. Δήλος), είχαν μπροστά στα μάτια τους τη θέα της Νάξου, της φυλλωμένης, κατά την ερμηνεία των εκτενέστερων σχολίων του Σερβίου (DServ. 1600), Δονούσας, της Ωλεάρου (αρχ. Αντίπαρος), της Πάρου και τις διάσπαρτες στο πέλαγος Κυκλάδες. Στις Κυκλάδες και με το ευρύτερα γνωστό της όνομα, τοποθετεί και ο Αμπέλιος, τον 2ο αι. μ.Χ. τη Δονούσα, η οποία οφείλει ίσως την ονομασία της στον Διόνυσο, καθώς σύμφωνα με μια εκδοχή αναγκάστηκε από τον Μίνωα που καταδίωξε τον Θησέα ως τη Νάξο, να κρυφτεί μαζί με την εγκαταλελειμμένη Αριάδνη σε ένα διπλανό της Νάξου νησί. Η Δονούσα ή και Δενούσα, αποκαλείται από τους ξένους ναυτικούς του 19ου αι. Stenosa ή και Spinosa.
Κι ενώ η Πύῥῤα ή και Πίνη ή Πίνο, ίσως εξαιτίας της αφθονίας του οστράκου πίνα, είναι το Κάτω Κουφονήσι, η Φεκούσα ή Φακούσα ή και Φακούσ(σαι), πολλές από τις παραλλαγές του ονόματος της οποίας καταγράφει ο Στέφανος ο Βυζάντιος διασώζοντας πληροφορία από τον Εκαταίο, είναι το Άνω Κουφονήσι. Η σύγχρονη ονομασία και για τα δύο Κουφονήσια, εκ των οποίων το Κάτω σήμερα είναι ακατοίκητο, εικάζεται πως οφείλεται είτε σε κοιλώματα και σπηλιές που δημιούργησαν τα ιζηταμοτεγενή πετρώματα μαζί με τη θάλασσα και τη βροχή, είτε όμως επειδή πρόσφεραν ασφαλή ελλιμενισμό κατά τις πειρατικές επιδρομές ονομάστηκαν κωφοί λιμένες.
Παράλληλα, η Σχοινούσα φέρεται κατά μία εκδοχή να οφείλει το όνομά της στο θαμνώδες φυτό σχίνο που ευδοκιμεί σε όλο το νησί, ενώ κατά άλλη στον Ενετό άρχοντα Σχινόζα (S. Quinoze), με το όνομα του οποίου καταγράφεται το νησί σε ναυτικούς χάρτες του 18ου αι. που φιλοξενεί το Ναυτικό Μουσείο της Ύδρας. Η Κέρος, Κέρεια ή Κερία, που καταγράφεται για πρώτη φορά στους καταλόγους των συμμετεχόντων στην Αθηναϊκή Συμμαχία το 425-424 π.Χ., υπήρξε σπουδαίας αρχαιολογικής αξίας, καθότι ανασκαφές έφεραν στο φως ανάμεσα σε άλλα τα διάσημα ειδώλια του Αρπιστή και του Αυλητή, όπως και εκείνο της Μεγάλης Μητέρας, που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ακατοίκητη σήμερα, έχει ολόκληρη ανακηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, έχοντας παράλληλα σπουδαία οικολογική αξία, καθότι μαζί με το Κουφονήσι, την Ηρακλειά και τη Σχοινούσα έχει χαρακτηριστεί ως βιότοπος Corine, αξιόλογο οικοσύστημα για τα μεταναστευτικά πουλιά, τα ενδημικά είδη, όπως και για την πλούσια θαλάσσια ζωή.
Την ανάπτυξη της Ηρακλειάς πιστοποιούν ποικίλα αρχαιολογικά ευρήματα κατά την ακμή του Κυκλαδικού Πολιτισμού, από το 3200 π.Χ. έως το 1000. Δύο οικισμοί της 3ης χιλιετίας π.Χ. στις σημερινές τοποθεσίες Κάμπος Αγίου Αθανασίου και Άγιος Μάμας, όπου έχει αναφανεί και νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους, πήλινα αγγεία και μαρμάρινα ειδώλια αναδεικνύουν οργανωμένη ζωή και δραστηριότητα κατά τα προϊστορικά χρόνια. Περαιτέρω, ως τεκμήριο εμπορικής δραστηριότητας μαζί με την ανάπτυξη της ναυσιπλοϊας κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο, λειτουργεί και η εύρεση μιας Μηλίας λεπίδας οψιανού στο ακρωτήριο του Αγίου Γεωργίου, του οικισμού δηλ. με τον ομώνυμο ναό (1834) που κάποτε ονοματοδότησε το νησί πολύ μεταγενέστρερα. Έτσι η Ηρακλειά συστήνεται και κατά τον Μεσαίωνα ως Ηρακλείτσα ή και ως Άγιος Γεώργιος στα νεότερα χρόνια, όπως και σήμερα από τους εντόπιους κατοίκους ως Ρακλειά ή Αρακλειά, ενώ γνωρίζουμε από τον Πλίνιο και το αρχαίο της όνομα Όνος.
Ευρήματα της Πρωτοκυκλαδικής εποχής έχουν εντοπιστεί και γύρω από την οχυρή θέση της Ελληνιστικής εποχής (323-316 π.Χ.) Κάστρο κοντά στην παραλία Λιβάδι, που κλέβει τις εντυπώσεις με τα ίχνη μακραίωνης κατοίκησης εντός του οχυρού, με τους υψηλούς τετράγωνους Πύργους αλλά και με τα εντός του ερείπια Ναού του Λοφίτου Διός, όπως και Ιερού της Τύχης (Τυχαίο). Το Ελληνιστικό αυτό Κάστρο που δεν υπέστη καμία αλλαγή από τους Ενετούς κατά τη Φραγκοκρατία, χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλον τον Μεσαίωνα ως αμυντικός μηχανισμός έναντι των πειρατικών επιδρομών, εξαιτίας ίσως μάλιστα των οποίων το νησί έμεινε για μεγάλο διάστημα ακατοίκητο και μόλις στις αρχές του 18ου αι. περιήλθε στην ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιώτισσας της Αμοργού. Η Μονή επιτρέπει το 1831 και μετά την ένταξη της Ηρακλειάς στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος την εποίκησή της από κατοίκους της Αιγιάλης, στους οποίους παραχώρησε με δεκαετές συμβόλαιο το δικαίωμα εκμετάλλευσης της γης, όπως και κατανομής των προϊόντων κατά 50%.
Σήμερα πρωτεύουσα της Ηρακλειάς είναι η Παναγιά με την ομώνυμη εκκλησία (1919-1930), οικισμός που βρίσκεται στους πρόποδες της υψηλότερης κορυφής του νησιού Πάπα (420 μέτρα), στους βορειοδυτικούς πρόποδες του οποίου στολίζει το νησί το μεγαλύτερο σπήλαιο των Κυκλάδων του Αη Γιάννη που κοσμούν σταλακτίτες και σταλαγμίτες καθώς και η Σπηλιά του Κύκλωπα, ενώ οι κάθετοι προς τη θάλασσα βράχοι σχηματίζουν και απρόσιτα μικροσπήλαια. Από τα 175 είδη πουλιών που ζουν στην Ηρακλειά, πολλά απειλούμενα και προστατευόμενα, τα 26 είναι αρπακτικά όπως είναι το όρνιο, ο μαυροπετρίτης και ο σπιζαετός, που βρίσκουν το πιο κατάλληλο καταφύγιο στους απότομους και διαβρωμένους γκρεμούς του νησιού. Επιπλέον, μαζί με τη Δονούσα διαθέτει το καλύτερο σηματοδοτημένο δίκτυο κοινοτικών μονοπατιών των Μικρών Κυκλάδων.
Η Ηρακλειά μαζί με τη Δονούσα και τη Σχοινούσα ανήκουν διοικητικά στη δικαιοδοσία του Δήμου Νάξου. Η πιο απομονωμένη των Μικρών Κυκλάδων και ανατολικά της Νάξου Δονούσα, κατοικείται από τη Γεωμετρική εποχή, όπως πιστοποιούν ευρήματα του οχυρωμένου οικισμού Βαθύ Λιμενάρι (900-700 π.Χ.). Σήμερα πρωτεύουσα του νησιού και ο μεγαλύτερος οικισμός του είναι ο μετονομαζόμενος Κάμπος σε Σταυρό, που οφείλει αυτήν τη μετονομασία στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού που κτίστηκε αρχικά το 1800 αλλά μετά την καταστροφή της επανακτίστηκε στη σημερινή της τοποθεσία το 1902.
Όπως συνέβη με πολλά από τα νησιά των Κυκλάδων, η Δονούσα αναφέρεται ως τόπος εξορίας επωνύμων κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ενδεικτικά, ο ιστορικός Τάκιτος αφηγείται πως ο Gallus Asinius πρότεινε να εξοριστεί ο ανθύπατος της Εκείθεν Ιβηρίας (σημ. Ανδαλουσία) Vibius Serenus (το 23 μ.Χ.) στη Γυάρο ή τη Δονούσα εξαιτίας των βιαιοπραγιών του, ωστόσο εξορίστηκε στην Αμοργό. Ομοιάζοντας σε πολλά με την Ηρακλειά, και η Δονούσα υπήρξε έπειτα κρησφύγετο πειρατών και πρωτοκατοικήθηκε στα νεότερα χρόνια περί το 1830. Ακόμη, έχει ως υψηλότερη κορυφή της εξίσου τον Πάπα, στους πρόποδες του οποίου είναι κτισμένος ο γραφικός οικισμός Καλοταρίτισα ή Καλοτερούσα, ενώ σε ύψωμα ανατολικά του Σταυρού δεσπόζει ο Ναός της Παναγίας.
Περαιτέρω, τα ενάλια σπήλαια Φωκοσπηλιά που φιλοξενεί τη monachus-monachus και η Σπηλιά του τοίχου με τους θαυμαστούς της σταλακτίτες συνιστούν εκτός από γεωλογικά μνημεία θέσεις οικολογικής αξίας. Ο δεύτερος σε μέγεθος οικισμός του νησιού Μερσήνι με την ομώνυμη πηγή και τον πλάτανο συνδέεται μέσω του δικτύου μονοπατιών του νησιού με τον μικρό ορεινό οικισμό Μεσαριά ή Χαραυγή, όπως και με τους υπόλοιπους, ενώ τα μεταλλεία σιδήρου του Κέδρου μαζί με τις καλλιέργειες κρεμμυδιών και καπνού κίνησαν την εντόπια οικονομία έως και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Η παραδοδιακή Κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική της Δονούσας χαρακτηρίζει και τη νότια της Νάξου και βορειοανατολικά της Ηρακλειάς Σχοινούσα, με την κτισμένη σε ύψωμα Χώρα, ή αλλιώς το χωριό της Παναγιάς που οφείλει το όνομά του στην εκκλησία της Παναγίας Ακαθής και τη Μεσαριά με την εκκλησία της Ευαγγελίστριας και το χρωματιστό του τέμπλο του 1909. Μετά την Ελληνική ανεξαρτησία, όπως ακριβώς συνέβη και με την Ηρακλειά, η Μονή της Χοζοβιώτισσας της Αμοργού χορήγησε το δικαίωμα εγκατάστασης στη Σχοινούσα σε ορισμένες οικογένειες από την Αμοργό για να καλλιεργήσουν τη γη, γι’ αυτό και οι σημερινοί κάτοικοι του νησιού είναι κυρίως απόγονοι των εποίκων της Αμοργού.
Η ιστορία της Σχοινούσας φτάνει στα βάθη των χρόνων και των εποχών, εφόσον ενάλια και χερσαία αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ζωή, τέχνη και δραστηριότητα από την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (αγαλματίδια, κεραμικά) έως και τη Φραγκοκρατία (Ενετικός Πύργος), τη Βυζαντινή (κεραμικά, ναοί) και τη νεότερη εποχή, κατά την οποία η ερήμωσή της οφείλεται και πάλι στη δράση των πειρατών. Όλες οι Μικρές Κυκλάδες, τα ιδανικά πειρατικά κρυσφήγετα στο παρελθόν, συνιστούν ιδανικούς ομοίως οίκους για ζώα και φυτά, γι’ αυτό και ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000 (πλην της Δονούσας), έχοντας παράλληλα χαρακτηριστεί και βιότοποι Corine, με τη μισή έκταση της Ηρακλειάς, μάλιστα, να είναι καταφύγιο Άγριας Ζωής. Λαογραφικό Μουσείο διαθέτει η Σχοινούσα με αντικείμενα από την καθημερινή ζωή, όπως και παραδοσιακές στολές του νησιού.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΣ
https://open.spotify.com/episode/4TLHtKl8CGfTBxLzR75zTm?si=qk5kJmHtQBafDWjpZ-GG0Q