Η σμυριδοπαραγωγός της Ευρώπης Νάξος με τον ευρύτερο ορυκτό πλούτο, αρχικά ονομαζόταν Στρογγύλη και πρωτοκατοικήθηκε κατά το β’ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. από Θράκες, όπως μάς πληροφορεί το Διόδωρος Σικελιώτης. Πέρασαν περισσότερα από 200 χρόνια, όταν οι Γίγαντες Αλωάδες (από το όνομα του θετού τους πατέρα Αλωέα) και γιοι του Πεσειδώνα Ώτος και Εφιάλτης έπλευσαν κατά μία χρονολογική εκτίμηση γύρω στο 1700 π.Χ. στη Στρογγύλη με σκοπό την αναζήτηση της μητέρας και της αδελφής τους, νίκησαν τους Θράκες και μετονόμασαν το νησί σε Δία.
Η Νάξος καταγράφεται από τους αρχαίους ποιητές με το όνομα Δία λόγω της σύνδεσής της με τον πατέρα θεών και ανθρώπων, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη αλλά μεγάλωσε στη Νάξο, τουλάχιστον σύμφωνα με τα Ναξιακά του Αγλαοσθένη, του οποίου το κείμενο διασώζει ο Ερατοσθένης στους Καταστερισμούς του. Ο Ιωάννης Λαυρέντιος o Λυδός στο έργο του Περί των μηνών μάς πληροφορεί πως κατά τον Ερατοσθένη και πάλι, ο Δίας μεταφέρθηκε από την Κρήτη στη Νάξο για να σωθεί από την καταδίωξη του Κρόνου. Επιπλέον, έτσι εξηγείται και η ονομασία της υψηλότερης κορυφής της Νάξου Ζα ή Δρίον, όπου ο Διόνυσος οδήγησε την Αριάδνη όταν τη βρήκε στην ακρογιαλιά των Παλατιών εγκαταλελειμμένη από τον Θησέα.
Προτού βρει την Κρήσσα ο Διόνυσος και την κάνει γυναίκα του, ο αμνήμων Θησέας επιστρέφοντας στην πατρίδα του την εγκατέλειψε, όπως γράφει ο Διόδωρος στο νησί Δία που σήμερα ονομάζεται Νάξος. Σύγχρονοι πάνω κάτω του Διοδώρου ο μυθογράφος Υγίνος αλλά και οι λατίνοι ποιητές Κάτουλλος και Οβίδιος καταγράφουν τον τόπο εγκατάλειψης της Αριάδνης, δηλ. τη Νάξο, με το όνομα Δία, ενώ ο Προπέρτιος υμνώντας τον Βάκχο χρησιμοποιεί επίσης την ίδια ονομασία του νησιού. Άλλωστε, το Βυζαντικό λεξικό Μέγα Ετυμολογικόν επιβεβαιώνει πως παλαιότερο όνομα της Νάξου ήταν το Δία.
Οι Γίγαντες Αλωάδες απεδείχθησαν πολύ αλαζονικοί, καθώς όχι μόνο εξομολογήθηκαν τον έρωτά τους σε θεές, ο Εφιάλτης στην Ήρα και ο Ώτος στην Άρτεμη, αλλά και φυλάκισαν τον θεό Άρη σε χάλκινο βάζο αλυσοδεμένο, επειδή αυτός είχε προκαλέσει τον θάνατο του Άδωνη. Σύμφωνα με μία παράδοση, την οποία περιγράφει ο Απολλόδωρος, τιμωρήθηκαν κατά τη διάρκεια θήρας στη Νάξο από την Άρτεμη που μεταμορφωμένη σε ελάφι ρίχτηκε ανάμεσά τους κι εκείνοι αλληλοεξοντώθηκαν στην προσπάθειά τους να χτυπήσουν το ζώο, ενώ για την ταφή τους στο νησί κάνει λόγο πολύ νωρίτερα ο Πίνδαρος.
Τους Θράκες και τους Γίγαντες Αλωάδες διαδέχτηκαν Κάρες από τη Λατμία, από τον αρχηγό των οποίων Νάξο, γιο του Πολέμωνος, όπως αναφέρει και ο Διόδωρος αλλά και ο Αίλιος Ηρωδιανός στην Καθολική του προσωδία, το νησί πήρε τη σημερινή του ονομασία. Κατά άλλους, όπως παραδίδει τόσο ο Αίλιος Ηρωδιανός, όσο και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, ο Νάξος ήταν γιος του Ενδυμίωνα, του δεύτερου μυθικού βασιλιά της Ήλιδας, της αρχαίας πόλης-κράτους της Ηλείας στην Πελοπόννησο, όπου είχε οδηγήσει τους Αιολείς της Θεσσαλίας. Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας τρίτος μύθος που θέλει τον Νάξο γιο του ίδιου του Απόλλωνα, σύμφωνα τουλάχιστον με το σχόλιο στον στ. 4.1491 των Αργοναυτικών του Απολλώνιου του Ροδίου, όπου μαθαίνουμε πως ο Αλέξανδρος ο Πολυίστωρ γράφει στο πρώτο βιβλίο των Κρητικών του πως η Νύμφη Ακακαλλίδα έκανε με τον Απόλλωνα τον Νάξο και με τον Ερμή τον Κύδωνα.
Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός τον 4ο αι. π.Χ. μάς ενημερώνει πως το νησί ονομάστηκε από κάποιον Νάξο, χωρίς λεπτομέρειες, ή από το απαρέμφατο νάξαι που σημαίνει θῡσαι, λόγω ίσως των εξαίρετων θυσιών που γίνονταν στο νησί προς τιμήν των θεών, όπως σχολιάζει και ο Ευστάθιος στον υπομνηματισμό του στον Διονύσιο τον Περιηγητή, πληροφορία που παρατίθεται αυτούσια στο λεξικό του Σούδα. Ο Αίλιος Ηρωδιανός προσθέτει την πληροφορία πως η ετυμολογική προέλευση του ονόματος του νησιού από το νάξαι καταγράφεται από τον Ευφορίωνα, έναν βιβλιοθηκάριο και ποιητή του 3ου αι. π.Χ., πληροφορία που παρατίθεται εξίσου αυτούσια στον Στέφανο τον Βυζάντιο.
Η εγχάρακτη σε μάρμαρο επιγραφή μονοπατιού που οδηγεί στην κορυφή του βουνού Ζευς Μηλώσιος (προστάτης δηλ. των προβάτων), όπως και το προσωνύμιο Ποίμνιος αλλά και Τράγιος για τον Απόλλωνα που επίσης λατρευόταν στη Νάξο, καταδεικνύουν την έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα από τα αρχαία χρόνια. Το νησί, όμως, ονομάστηκε και Διονυσιάδα λόγω της καρποφορίας των αμπελώνων της κατά τον Πλίνιο, αιτιολογία στην οποία ο Σωλίνος Πολυίστωρ προσθέτει εναλλακτικά το γεγονός πως η Νάξος φιλοξένησε τον θεό. Κατά τον Διόδωρο, μόλις ο Διόνυσος βγήκε από τον μηρό του Δία, ανατράφηκε από τις εγχώριες Νύμφες της Νάξου Φιλία, Κορωνίδα και Κλείδη, μολονότι υπάρχουν κι άλλοι τόποι που διεκδικούν τον τίτλο της γενέτειρας του Διονύσου.
Ωστόσο, ενώ ο Βεργίλιος αναφέρεται στη Νάξο με τις ράχες που πατούν εκστατικές μαινάδες, τις ακόλουθες δηλ. του Διονύσου, για τη μεταφορά του από την Ικαρία στη Νάξο από Τυρρηνούς πειρατές κάνει λόγο ο Απολλόδωρος, ενώ ο ίδιος ο Διόνυσος τους προτρέπει να στρέψουν την πορεία τους προς τη Νάξο αποκαλώντας την οίκο του στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Το γεγονός πως ο Διόνυσος όταν ήταν παιδί ζήτησε από τους Τυρρηνούς, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν Ετρούσκοι, να τον μεταφέρουν στη Νάξο το αναφέρει ο Υγίνος. Όμως ο Αγλαοσθένης που έγραψε τα Ναξιακά, γράφει και πάλι ο Υγίνος, παραδίδει πως κάποιοι Τυρρηνοί ναύτες μετέφεραν τον Διόνυσο όταν ήταν ακόμη παιδί στη Νάξο για να τον παραδώσουν στις Νύμφες τροφούς του.
Όπως και να έχει, η Νάξος συσχετίζεται με τον Διόνυσο, τη λατρεία του οποίου στο νησί επιβεβαιώνει ο Λακτάντιος. Άλλωστε, η Νάξος όχι μόνο ήταν διάσημη για τα αμπέλια της και ήταν αφιερωμένη στον Βάκχο, αλλά και σύμφωνα με κάποιον Ασκληπιάδη, την αφήγηση του οποίου παραδίδει ο Στέφανος ο Βυζάντιος, υπάρχει εκεί κρήνη από την οποία ρέει οίνος πολύ γλυκός, γεγονός που αναφέρεται και στο λεξικό του Σούδα, αλλά αποδίδεται στον Ηρακλείδη τον Ποντικό. Και μολονότι από τη Βιβλίνη – είτε πρόκειται για περιοχή της Θράκης είτε για ποικιλία αμπέλου της – προέρχεται ο βίβλινος οίνος, και στον Αίλιο Ηρωδιανό και στον Στέφανο, αλλά και στο Μέγα Ετυμολογικόν, σύμφωνα με τον Σήμιο τον Δήλιο ο βίβλινος οίνος είναι Νάξιος από τον ποταμό του νησιού Βίβλο (Αίλιος Ηρωδιανός, Στέφανος ) ή Βιβλίνη (Μέγα Ετυμολογικόν ).
Ακόμη, τόσο ο Ασκπληπιάδης, την αφήγηση του οποίου παραδίδει ο Στέφανος ο Βυζάντιος, όσο και ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, την αφήγηση του οποίου παραδίδει ο Σούδας, μάς πληροφορούν πως η Ήρα χάρισε έναν μήνα ελευθερίας στις εγκύους γυναίκες της Νάξου, καθόσον αυτές γεννούσαν στους οκτώ μήνες, επειδή και ο Διόνυσος γεννήθηκε έτσι. Την ίδια στιγμή, σε Ναξιακά νομίσματα του 5ου αι. π.Χ. απεικονίζεται στην εμπρόσθια όψη τους ο Διόνυσος πωγωνοφόρος και κισσοστεφής, ενώ στην οπίσθια ένας κάνθαρος (αγγείο συνδεδεμένο με τη Διονυσιακή λατρεία) διακοσμημένος με φύλλα κισσού, κάτω από τον οποίο είναι χαραγμένη η επιγραφή ΝΑΞΙΩΝ.
Περαιτέρω, το νησί συνδέεται κατά κάποιον τρόπο και με τον Ήφαιστο, εφόσον Νάξιος ήταν ο μυθικός Κηδαλίων που ανέθρεψε τον πυροδύναμο θεό και του δίδαξε την τέχνη της μεταλλουργίας. Ταυτόχρονα, στον Νάξιο Προμέδοντα που υπέκυψε στον έρωτα της Νέαιρας, της συζύγου του Μιλησίου Υψικρέοντα, οφείλεται η εκ μέρους του απατημένου συζύγου πρόκληση των Ναξίων σε πόλεμο, εφόσον εκείνοι δεν του έδιναν πίσω τη γυναίκα του που είχε από φόβο καταφύγει στη Νάξο, έτσι όπως περιγράφει αναλυτικά ο Παρθένιος στα Ερωτικά του παθήματα, αλλά και επιγραμματικά ο Πλούταρχος στο Γυναικών αρεταί.
Σε πόλεμο αλλά και σε αποικιακή δραστηριότητα πυροδοτούν την καρδιά των ανδρών διάφορα συναισθήματα, όπως η ανάγκη για εκδίκηση και η ανάγκη για εκπολιτιστική δράση. Έτσι, τόσο ο Αίλιος Ηρωδιανός, όσο και ο Στέφανος ο Βυζάντιος μάς πληροφορούν πως υπάρχει και μία Νάξος στη Σικελία, επιβεβαιώνοντας τις πιο αναλυτικές αναφορές του Θουκυδίδη. Ο ιστορικός κάνει λόγο για την πρώτη ελληνική αποικία στη Σικελία (735 π.Χ.) από Χαλκιδείς της Εύβοιας, οι οποίοι με αρχηγό τους τον Αθηναίο Θουκλέα ίδρυσαν και ναό του Απόλλωνα Αρχηγέτη που αποτέλεσε τον ιερότερο τόπο λατρείας εκεί.
Όσον αφορά στην ερμηνεία της ονομασίας της Νάξου της Σικελίας, εύλογη έως αυτονόητη είναι η συμμετοχή στον εποικισμό κατοίκων από το ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. Τόσο ο Ηρακλείδης ο Ποντικός και ο Σκύλαξ, όσο ο Αρτεμίδωρος, του οποίου το κείμενο παραδίδει ο Στράβων, ο Υγίνος, ο Διονύσιος Καλλιφώντος, ο Πομπώνιος Μέλας που αποδίδει την ονομασία των νησιών στον κύκλο που σχηματίζουν, ενώ ο Πλίνιος πιο συγκεκριμένα στον κύκλο που σχηματίζουν γύρω από τη Δήλο και ο Αμπέλιος συγκαταλέγουν τη Νάξο στις Κυκλάδες, ενώ και από τον Στέφανο τον Βυζάντιο καταγράφεται ως νῆσος τῶν Κυκλάδων και μάλιστα διάσημος. Η Νάξος, όσον αφορά την έκταση αλλά και τη θέση της, είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο τους. Περαιτέρω, όσον αφορά στα διαδοχικά ονόματα του νησιού εξαιρουμένου του ονόματος που έλαβε από τον μυθικό του οικιστή Νάξο, ο Πλίνιος είναι εκείνος που τα παραθέτει όλα μαζί προσθέτοντας στο όνομα Στρογγύλη, Δία και Διονυσιάδα τα Καλλίπολη και Μικρά Σικελία, με το τελευταίο να οφείλεται κατά τον γεωγράφο Αγαθήμερο στην υπεροχή της νήσου, την οποία χαρακτηρίζει κρατίστη.
Αρχαιολογικές ανασκαφές μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία στο νησί ήδη από τη μέση παλαιολιθική εποχή (80 έως 130.000 π.Χ.), ίχνη κατοίκησής του από τη μεσολιθική εποχή (περ. 9000 π.Χ.), ενώ τη συνεχή και αδιάλειπτη κατοίκησή του από τον σύγχρονο τύπο ανθρώπου από την 4η χιλιετία π.Χ. (Νεολιθική Εποχή). Στη Νάξο χτυπά η καρδιά του αρχαϊκού κυκλαδικού πολιτισμού (ακμή 3000 π.Χ.) και η καρδιά μυκηναϊκού οικισμού στη θέση Γκρόττα βόρεια της πόλης (1400 – 1100 π.Χ.), ενώ μετά την έλευση στο νησί των Ιώνων τον 8ο αι. π.Χ., ανθούν οι τέχνες και ειδικά η γλυπτική και η αρχιτεκτονική. «Η μαρμαρογλυπτική σχολή της Νάξου έκανε εδώ τα πρώτα της βήματα, στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., και υπήρξε η αρχαιότερη της Ελλάδας», σημειώνει ο Σιδέρης (2015:247), ο οποίος και χαρακτηρίζει το νησί τόπο «γέννησης της μνημειακής δαιδαλικής γλυπτικής, τουλάχιστον σε μάρμαρο (2015:266).
Ενδεικτικά, μοναδικά στολίδια της Νάξου δεσπόζουν ο εκατόμπεδος αρχαϊκός ναός Ιωνικού ρυθμού του Διονύσου στα Ύρια (8ος αι. π.Χ.) και η Πορτάρα (νησίδα Παλάτια), η γιγαντιαία πύλη του ναού του Δηλίου Απόλλωνα έξω από την αρχαία πόλη (6ος αι. π.Χ.) που συμπεριέλαβε στο φιλόδοξο οικοδομικό του πρόγραμμα ο τύραννος της Νάξου Λύγδαμις, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Επιπλέον, το ιερό της Δήμητρας κοντά στο Σαγκρί (6ος αι. π.Χ.) και δύο από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της Ναξιακής μαρμαρογλυπτικής του 6ου αι. π.Χ., οι δύο από τους πέντε ημίεργους κούρους του νησιού: ο κούρος του Απόλλωνα ή ακόμη και κολοσσός του Διονύσου των 10,7 μέτρων που ατενίζει τον Ναξιακό ουρανό σε αρχαίο λατομείο κοντά στον Απόλλωνα, έναν οικισμό στη βόρεια Νάξο, όπως και ο κούρος των 6 μέτρων στο Φλεριό που απολαμβάνει υπαιθρίως τη σκιά υπεραιωνόβιων δέντρων.
Εικάζεται πως οι κολοσσιαίες διαστάσεις των κούρων παραπέμπουν στις γιγαντιαίες διαστάσεις των Αλωάδων του μύθου, οι οποίοι λατρεύονταν ως προστάτες των μαρμαροτεχνιτών σε ένα υπαίθριο και έπειτα μονόχωρο ιερό στο Φλεριό. Σχετικά με την αξία της Ναξιακής μαρμαρογλυπτικής, πρωτοπόροι στο είδος τους υπήρξαν οι Νάξιοι γλύπτες Ευθυκρατίδης (7ος αι. π.Χ.), ο Αρχιθάλης (7ος αι. π.Χ.), ο Βύζης (6ος αι. π.Χ.) και ο γιος του Εύεργος, ο Λευκαρίων, όπως και ο Αλξήνωρ (6ος αι. π.Χ.), καθώς και ο αρχιτέκτονας Λεωνίδης (β’ μισό του 4ου αι. π.Χ.). Μέσα σε όλη αυτή τη δράση, φυσικό κι επόμενο ήταν το μάρμαρο να συνιστά το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της Νάξου κατά τα αρχαϊκά χρόνια, για να δώσει τη σκυτάλη στον περίφημο Ναξιακό οίνο κατά τους επόμενους αιώνες. Ακόμη, η κατασκευή δύο υδραγωγείων, ενός αρχαϊκού του 6ου αι. π.Χ. και ενός ρωμαϊκού, όπως και η επισκευή του υδρευτικού συστήματος κατά τον 4ο αι. μ.Χ., καταδεικνύουν την αξιοποίηση της υδάτινης φύσης του νησιού.
Μετά το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας το Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάξου διαθέτει τη δεύτερη μεγαλύτερη συλλογή σε κυκλαδικά ευρήματα και τέχνεργα γενικώς, ενώ η Νάξος υπήρξε το κέντρο παραγωγής μαρμάρινων ειδωλίων στις Κυκλάδες, από Ναξιακό ή Παριανό μάρμαρο. Παράλληλα, την ιστορικότητα της Νάξου αναδεικνύει ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των Μουσείων της με τα πλείστα καθώς και ποικίλα να φιλοξενεί η ορεινή Απείρανθος, το Ενετικό Μουσείο της ή Domus Della Rocca-Barozzi στο Κάστρο επί του λόφου της Χώρας, τα Κάστρα της και οι Πύργοι, αρχαίοι και μεσαιωνικοί, αλλά και πολλές βυζαντινές εκκλησίες, ειδικά στην κοιλάδα της Δρυμαλίας – Τραγαίας που ονομάζεται γι’ αυτόν τον λόγο και μικρός Μυστράς. Από τις παλαιότερες και πιο γνωστές, όπως και ένα από τα αρχαιότερα ιστορικά μοναστήρια των Βαλκανίων (6ος αι. μ.Χ.), χρονοπατεί στα δρώμενα η Παναγία Δροσιανή στη βόρεια άκρη της κοιλάδας.
Στην αγκαλιά της Νάξου ευδοκιμεί, αναπτύσσεται και βρίσκει καταφύγιο πλούσια πανίδα και χλωρίδα, από τη μακία και τη φρυγανική βλάστηση έως και δάση, καθώς και πάνω από 960 είδη φυτών, μεταξύ αυτών και πολλά είδη ορχιδέας, θαλάσσια και χερσαία θηλαστικά, όπως το ρινοδέλφινο και ο λαγός, αμφίβια, όπως ο πρασινόφρυνος και η ποταμοχελώνα, ερπετά, όπως είδη σαύρας και πουλιά, ημερόβια, νυκτόβια και υδρόβια. Οι ιδιαίτερης οικολογικής σημασίας βιότοποι, τα σπήλαια με σημαντικότερο το σπήλαιο του Ζα εντός του οποίου ανακαλύφθηκαν ευρήματα από τη νεολιθική (4000 π.Χ.) έως και την κλασική και τη ρωμαϊκή περίοδο, ο καταρράκτης Ρουτσούνας, ρεματιές, κοιλάδες, ποταμάκια, μονοπάτια, πολύ μεγάλη ποικιλία δέντρων με ενδεικτικά παραδείγματα ελαιώνες, αμπελώνες, αρχαία δρυοδάση, υπεραιωνόβιες αριές, το κεδροδάσος Αλυκού, όπως και τα αρχαιόθεν εντόπια προϊόντα της Νάξου, καθώς και η ευφορία της που έκανε τον Ηρόδοτο να την αποκαλέσει εὐδαιμονίη τῶν νήσων, συνθέτουν πληροφορίες που δεν μαγνητίζουν απλώς αλλά αποσβολώνουν το βλέμμα.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ