Αν και σε πολλά σημεία της Μυκόνου έχουν εντοπιστεί προϊστορικά κτίσματα, ο σημαντικότερος Νεολιθικός οικισμός που κατοικήθηκε από το 5000 π.Χ. έως και το 4500 π.Χ. είναι ο οικισμός της Φτελιάς στη βόρεια ακτή του νησιού. Από τη Νεολιθική Φτελιά έχουν έρθει στο φως κτίσματα, μεταξύ αυτών ίσως και σιτοβολώνες, εργαστήριο οψιανού, αγγεία και ειδώλια που μαρτυρούν για πολλοστή φορά σε νησί του Αιγαίου έναν προηγμένο πολιτισμό, ήδη από την έκτη π.Χ. χιλιετία. Μυκηναϊκός, περαιτέρω, θολωτός τάφος του 15ου αι. π.Χ. αποκαλύφθηκε στα Αγγελικά, του οποίου τα κτερίσματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού. Ως πρώτοι κάτοικοι της Μυκόνου παρουσιάζονται Αιγύπτιοι, Ικάριοι, Κάρες, Μινωίτες και Φοίνικες, ο οποίοι εκδιώκονται γύρω στο 1000 π.Χ., όταν, όπως μαθαίνουμε από αρχαία σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή, Ίωνες με επικεφαλής τον Ιπποκλή και προερχόμενοι από την Αττική αποικίζουν το νησί.
H Μύκονος συνιστά ενιαίο νησιωτικό σύμπλεγμα μαζί με τη Δήλο, τη Ρήνεια και μερικές επιπλέον βραχονησίδες, ενώ στην αρχαιότητα ανήκε στη Δηλιακή Συμμαχία και κατέβαλλε στους Αθηναίους συμμαχικό φόρο ενός ταλάντου. Ο Σκύλαξ συγκαταλέγει στις Κυκλάδες τη Μύκονο και ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. την χαρακτηρίζει δίπολιν. Πράγματι ο ένας της οικισμός βρισκόταν στη θέση της σημερινής Χώρας, στη δυτική πλευρά του νησιού και ο άλλος κοντά στο σημερινό Παλαιόκαστρο, νοτιοδυτικά της σημερινής πόλης. Κι ενώ ο Πλίνιος αναφέρει το δικόρυφο όρος της Μυκόνου Δίμαστον, ο Σέρβιος κάνει λόγο για το νησί με τα πολύ ψηλά βουνά, όταν επεξηγώντας τον στ. 3.76 της Αινειάδας την περιπλανώμενη την πρόσδεσε γερά στην ψηλωμένη Μύκονο και στη στεριά της Γυάρου, αναφέρεται στον Απόλλωνα που σταθεροποίησε την πρώην πλωτή και περιφερόμενη στο Αιγαίο Δήλο δένοντάς την στα δύο γειτονικά της νησιά Μύκονο και Γυάρο, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το γεγονός ότι η μητέρα του Λητώ βρήκε εκεί καταφύγιο για να γεννήσει τον ίδιο και την Άρτεμη.
Επιπλέον, σε αρχαία σχόλια στον Θουκυδίδη η Μύκονος συγκαταλέγεται στις Κυκλάδες, στις οποίες τη συγκαταλέγουν και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως είναι ο Ατρεμίδωρος, του οποίου το κείμενο διασώζει ο Στράβων, ο Υγίνος, ο Διονύσιος Καλλιφώντος, ο οποίος την αναφέρει μετά τη Δήλο, από την οποία απέχει 15 ναυτικά μίλια κατά τον Πλίνιο, ο Πομπώνιος Μέλας, ο Αμπέλιος και ο Αίλιος Ηρωδιανός, που καταθέτει και τον μυθικό της οικιστή Μύκονο, όπως κάνει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, καταγράφοντας σχεδόν κατά λέξη το κείμενο του Ηρωδιανού. Ο Μύκονος ήταν γιος του Ανίου, του βασιλιά της Δήλου επί Τρωικού πολέμου και γιου του Απόλλωνα και της Ροιούς, απογόνου του Διονύσου, όπως πληροφορούμαστε από τον Διόδωρο Σικελιώτη. Η Ροιώ αφού γέννησε τον ημίθεο Άνιο, παντρεύτηκε τον θνητό Ζάρακα, γιο του Κάρυστου.
Εν τω μεταξύ, αν βέβαια πρόκειται για το ίδιο μυθικό πρόσωπο, στον Μύκονο, παρά τη θεϊκή του καταγωγή, η μοίρα επεφύλαξε δύστροπο τέλος, αφού ηλικιωμένος πια και φυλακισμένος σώζεται από ασιτία χάρη στην κόρη του Ξανθίππη ή Πηρώ, η οποία του πρόσφερε το μητρικό της γάλα, όπως τουλάχιστον καταθέτουν ο Υγίνος και ο Βαλέριος Μάξιμος στο συλλεκτικό του έργο Αξιομνημόνευτοι λόγοι και έργα, προκειμένου να εξάρει την ευσέβεια προς τον γονέα. Την ίδια στιγμή, ο μύθος της εξόντωσης των Γιγάντων στη Μύκονο από τον Ηρακλή, ο οποίος τους έθαψε κάτω από βράχους, αναδεικνύει με τον πιο ευφάνταστο τρόπο τη γεωλογική σύνθεση του πετρώδους εδάφους της, ενώ τόσο ο Στράβων όσο και ο Αίλιος Ηρωδιανός, αποδίδουν σε αυτό το γεγονός την αρχαία παροιμία πάντα ὑπὸ μίαν Μύκονον, που σημαίνει την υπαγωγή ποικίλων πραγμάτων κάτω από μία κατηγορία.
Παράλληλα, στη Μύκονο διαδραματίζεται και η ιστορία του Μιλησίου – τουλάχιστον κατά τον ιστορικό Φύλαρχο – Κοιράνου, ο οποίος αφού αγόρασε από ψαράδες ένα δελφίνι που το είχαν για σφαγή κι αφού το άφησε ελεύθερο στη θάλασσα, όταν κάποια στιγμή ναυάγησε κάπου κοντά στο νησί, ήταν ο μόνος που σώθηκε από το ευγνώμον θηλαστικό. Την ιστορία αφηγείται ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του. Την ίδια τύχη δεν είχε όμως και ο ιερόσυλος Αίας ο Λοκρός, ο οποίος επιστρέφοντας από την Τροία ναυαγεί κοντά στο νησί, πνίγεται εκεί με επέμβαση του Ποσειδώνα και θάβεται στη Μύκονο, σύμφωνα τουλάχιστον με αρχαία σχόλια στον Λυκόφρονα, ενώ σε αρχαία νομίσματα του νησιού απεικονίζεται ο Ποσειδώνας αλλά και ο Διόνυσος.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυκόνου εκτίθεται πλήθος ευρημάτων, ανάμεσα στα οποία επιτύμβια αγάλματα, στήλες και τεφροδόχοι κάλπες από τη γειτονική Ρήνεια, ειδώλια και κοσμήματα. Ακόμη, εδώ φιλοξενείται και η πλούσια συλλογή αγγείων από την προϊστορική έως και την υστεροελληνιστική εποχή (μέσα 3ης χιλιετίας – 1ος αι. π.Χ.), μια συλλογή ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική για την κυκλαδική κεραμική από τη γεωμετρική εποχή έως τον 6ο αι. π.Χ., με εξαίρετο και περίοπτο στολίδι της τον περιβόητο Πίθο της Μυκόνου, τον μεγάλο αρχαϊκό πιθαμφορέα τηνιακού εργαστηρίου του 670 π.Χ., που φέρει εικόνες από την άλωση της Τροίας.
Στα νοτιοανατολικά της Χώρας της Μυκόνου, μεταξύ της Αλευκάντρας και της συνοικίας του Νιοχωριού ατενίζουν το πέλαγος εντυπωσιακοί οι Μύλοι του νησιού, ενώ όσον αφορά στα θρησκευτικά της αξιοθέατα, χαρακτηριστική είναι η Παναγία Παραπορτιανή, της οποίας η θέση βρίσκεται δίπλα στη μικρή βορειοδυτική πύλη, το παραπόρτι του μεσαιωνικού τείχους του νησιού. Ξεκίνησε να οικοδομείται κατά το διάστημα μεταξύ 16ου και 17ου αι. μ.Χ. και χάρη στην αρχιτεκτονική της μοναδικότητα έχει αναδειχθεί σε σημαντικό μνημείο για ολόκληρο το Αιγαίο. Την ίδια στιγμή, τυπικό δείγμα μοναστηριακής Κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής συνιστά και η γυναικεία Μονή του Παλαιοκάστρου του 18ου αι., που βρίσκεται στα βόρεια της Άνω Μεράς και οφείλει το όνομά της στον ομώνυμο γειτονικό λόφο. Εν τω μεταξύ, θεμελιωμένο επάνω σε εμφανή λείψανα αρχαίας οχύρωσης, έπειτα Βυζαντινής και κατόπιν ανακαινισμένο από τους Γκίζη το Παλαιόκαστρο, ορίζεται ως η μία από τις δυο αρχαίες πόλεις της Μυκόνου.
Εκτός από το Αρχαιολογικό της Μουσείο, η Μύκονος διαθέτει στο Κάστρο, κοντά στην Παραπορτιανή, και Λαογραφικό, στο οποίο εκτίθενται μεταξύ άλλων έπιπλα, Βυζαντινές εικόνες, λαϊκά κεραμικά, υφαντά και χειρόγραφα. Το υπαίθριο, επιπλέον, Αγροτομουσείο μεταξύ των εκθεμάτων του οποίου είναι και ο μύλος του Μπόνη μαζί με νεότερες αγροτικές εγκαταστάσεις όπως το αλώνι, ο περιστερώνας και ο φούρνος, ενώ το Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου στο κέντρο της Μυκόνου, στη θέση Τρία Πηγάδια προβάλλει εκθέματα αρχαία και νεότερα, από ομοιώματα των κωπήλατων, ιστιοφόρων και ατμήλατων πλοίων, έως αρχαία νομίσματα, σπάνιους χάρτες και όργανα πλοήγησης, τη στιγμή που ο κήπος του φιλοξενεί αντίγραφα αρχαίων επιτύμβιων γλυπτών με θαλασσινά θέματα, όπως και τον πυργίσκο με τον μηχανισμό του φάρου του Αρμενιστή (1889).
Περνώντας από τα ιστορικά μνημεία στα μνημεία της φύσης, παρά το ανθρωπογενές περιβάλλον της Μυκόνου, έχοντας εντός τους το στοιχείο της αρχέγονης αντίστασης στην αλλοίωση, οι παραθαλάσσιοι υγρότοποι του Πανόρμου και της Φτελιάς, καθώς πλημμυρίζουν εποχιακά μεταβάλλονται σε μικρές λιμνοθάλασσες που συνιστούν σταθμούς για τα μεταναστευτικά πουλιά. Επιπλέον, η χλωρίδα της Μυκόνου μαζί με εκείνη της Δήλου περιλαμβάνει 26 ενδημικά είδη φυτών, σπάνια, απειλούμενα και προστατευόμενα. Παράλληλα, εξαιτίας της μεγάλης ορνιθολογικής τους αξίας οι πέριξ του νησιού νησίδες Ρήνεια, Χταπόδια και Τραγονήσι ή Δραγονήσι έχουν προταθεί για τη δημιουργία Ζώνης Ειδικής Προστασίας.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ