Ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων ανήκει στη νησίδα Σαλιαγκό, βόρεια του μικρού ισθμού Πάρου-Αντιπάρου, ο οποίος κατοικήθηκε κατά την Ύστερη Νεολιθική εποχή ανάμεσα στο 4300 και το 3700 π.Χ. Ανασκαφές ανέδειξαν θραύσματα κεραμικών, μαρμάρινα εδώλια, όπως και μεγάλο αριθμό εργαλείων από οψιδιανό. Τα εξίσου πέριξ της Αντιπάρου ακατοίκητα σήμερα νησιά με το μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως είναι το Στρογγυλό, ο Κάβουρας και το Δεσποτικό, προβάλλουν τη σπουδαιότητα της ιστορικής της πορείας, ενώ κατά την 3η χιλιετία π.Χ. συνεχίζουν ακμαίοι οι Πρωτοκυκλαδικοί πολιτισμοί της ευρύτερης Πάρου (Πάρου-Αντιπάρου-Δεσποτικού) που κληροδότησαν, φυσικά, στον κόσμο και μνημεία ιστορικών χρόνων.
Οι κινητοί και ακίνητοι αρχαιολογικοί θησαυροί των περιοχών διακρίνονται σε προϊστορικούς και ιστορικούς, από προϊστορικά νεκροταφεία (Δεσποτικό) και οικισμούς (Σαλιαγκός, Στρογγυλό), έως και είδη κεραμικής και ειδώλια (Σαλιαγκός, Κάβουρας, Δεσποτικό). Μέχρι όμως και τον δεύτερο μεγαλύτερο ναό του Απόλλωνα μετά από εκείνον της Δήλου, τον αρχαϊκό πρόστυλο ναό του Απόλλωνα – κατά τον χαρακτηρισμό του επιβλέποντα των ανασκαφών και αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Γιάννου Κουράγιου – στη Μάντρα Δεσποτικού του 7ου αι. π.Χ., με περίοδο ακμής τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα. Κτίστηκε από Πάριο μάρμαρο από Παρίους, προκειμένου εκείνοι να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο, ανταγωνιζόμενοι την Αθηναϊκή κυριαρχία της Δήλου.
Η ύπαρξη θραυσμάτων γλυπτών του ναού του Απόλλωνα στο Δεσποτικό αμέσως μετά την ανάθεσή τους, αποδίδεται με μεγάλη ασφάλεια στην επίθεση του Μιλτιάδη εναντίον του ιερού το 490 π.Χ., ο οποίος, μετά τη μάχη του Μαραθώνα, επιχειρεί κατά της Πάρου με αφορμή τον μηδισμό της, όπως αφηγείται ο Ηρόδοτος. Αν και ο Ηρόδοτος θεωρεί τον μηδισμό αφορμή και πραγματική αιτία της επίθεσης του Μιλτιάδη τη μνησικακία του εναντίον των Παρίων λόγω του Λυσαγόρα που τον είχε κακολογήσει στον Πέρση Υδάρνη, σύμφωνα με την άποψη του Γ. Κουράγιου, πραγματική αιτία της επίθεσής του υπήρξαν οικονομικές και πολιτικές βλέψεις στο νησί. Πράγματι, κατά τους Περσικούς πολέμους, η Πάρος υποχρεώνεται να συνταχθεί στο πλευρό των Περσών, όπως γράφει ο Ηρόδοτος, γίνεται ωστόσο μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας αποδίδοντας φόρο από το 450-449 έως το 416-415 συνολικά έντεκα φορές, όπως και μέλος της Δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377-376.
Ο Μιλτιάδης πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Πάρο επί 26 ημέρες, στη διάρκεια των οποίων ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι. Η ποινή που του επιβλήθηκε από την αρχική θανατική καταδίκη ήταν τελικά το πρόστιμο 50 ταλάντων, το οποίο επειδή δεν μπορούσε ωστόσο να πληρώσει κλείστηκε στη φυλακή, όπου και πέθανε από γάγγραινα, όπως αφηγείται ο Ηρόδοτος αλλά και ο Πλούταρχος λιγότερο αναλυτικά. Το πρόστιμο το πλήρωσε ο γιος του Κίμων. Αν και ο Μιλτιάδης πλήρωσε ακριβά για την άδικη πράξη του, δυστυχώς το Δεσποτικό αναβιώνει και στους νεότερους χρόνους τη βαρβαρότητα, όταν Γάλλοι πειρατές θέλοντας να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του συντρόφου τους Ντανιέλ λεηλατούν και ερημώνουν το 1675 το νησί, το οποίο και έκτοτε είναι ακατοίκητο.
Μαζί με το αρχαϊκό ιερό του Απόλλωνα, που λειτούργησε έως και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, αναστηλώνεται σήμερα και το τελετουργικό εστιατόριο όπου οι πιστοί έτρωγαν σε ανάκλιντρα τα σφάγια που θυσίαζαν στον μαρμάρινο βωμό. Από τις θέσεις Ζουμπάρια και Μάντρα Δεσποτικού ήρθαν στο φως και αρχιτεκτονικά μέλη δωρικού ναού του 500 π.Χ., μαρμάρινα μέλη γλυπτών, δύο αρχαϊκές κεφαλές κούρων και ο κορμός γυμνού ανδρικού αγάλματος. Ακόμη, μπροστά από τον ναό του Απόλλωνα ανακαλύφθηκε και ο κτιστός τετράγωνος μαρμάρινος βωμός της Εστίας Ισθμίας του 5ου-4ου αι. π.Χ. με ελληνική επιγραφή που υποδεικνύει την ύπαρξη ισθμού μεταξύ Δεσποτικού και Τσιμιντηρίου (ή αλλιώς Κοιμητηρίου), όπου αποκαλύφθηκαν πέντε κτήρια δημόσιας χρήσης, σχετιζόμενης μάλλον με τη λειτουργία του λιμανιού. Επιπλέον, αναρίθμητα αναθήματα συνοδεύουν τα ονόματα του Απόλλωνα, της Άρτεμης αλλά και της Εστίας Ισθμίας επί ενεπίγραφων οστράκων από αγγεία του 6ου και του 5ου π.Χ. αιώνα.
Το Δεσποτικό ήταν λατρευτικό και εμπορικό κέντρο αλλά και ναύσταθμος για τον ανεφοδιασμό νερού και τροφίμων των πλοίων στο κέντρο των Κυκλάδων, γεγονός που αποδεικνύει το τεράστιο υδρευτικό σύστημα αλλά και τα έξω από τον τειχισμένο περίβολο τρία κτήρια αποθηκευτικού χαρακτήρα τροφίμων, που εξυπηρετούσαν την τροφοδοσία του ναού και των πλοίων. Μέσα σε αυτά βρέθηκαν πιθάρια όπου φύλασσαν λάδι, σιτάρι, κριθάρι, όσπρια και ελιές. Ερχόμενοι οι ναυτικοί όχι μόνο από τον ελλαδικό χώρο αλλά και από την Ανατολή, προσεύχονταν στην Εστία για καλές πλεύσεις πριν συνεχίσουν για την Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και τη Φοινίκη. Κι ενώ οι ανασκαφές στο Δεσποτικό έφεραν στο φως και κτηριακά συγκροτήματα στη νότια πλευρά του αρχαϊκού ιερού του Απόλλωνα που εξυπηρετούσαν το ιερατείο, τους επισκέπτες και τη φρουρά, τμήματα και βάσεις κούρων, πήλινα ειδώλια, αρχαϊκοί πίθοι με ανάγλυφη διακόσμηση και ερυθρόμορφα αγγεία είναι μερικά από όσα κοσμούν στην αφάνεια τις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάρου.
Στην Αντίπαρο υπάρχουν ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας ομοίως από τη Νεολιθική εποχή, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε ως φυσικό καταφύγιο, όπως και αργότερα ως χώρος λατρείας της θεάς Αρτέμιδας, το περιβόητο και σήμερα επισκέψιμο Σπήλαιο της Αντιπάρου, στο κέντρο του νησιού, όπου υπάρχει επιγραφή σχετική με τον ποιητή Αρχίλοχο (7ος αι. π.Χ.) και τη γενέτειρά του Πάρο. Μεταξύ εκείνων που άφησαν τις επιγραφές τους πάνω στους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες του, πολλοί από τους οποίους αποσπάστηκαν και μεταφέρθηκαν από τους Ρώσους στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και τη Ρωσική κατοχή της νήσου (1770-1774), ήταν και οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σήμερα στην είσοδο του Σπηλαίου κοσμεί τον χώρο ο ναός του Αη Γιάννη του Σπηλιωτή (1η ανακαίνιση 1714) που επικοινωνεί εσωτερικά με το μικρότερο και παλαιότερο εκκλησάκι του 17ου αιώνα της Ζωοδόχου Πηγής.
Η Αντίπαρος, που οφείλει τη σημερινή της ονομασία στην έναντι της Πάρου τοποθεσία της κι απέχοντας από τη νοτιοδυτική της πλευρά μόλις 0,8 ναυτικά μίλια, στολίζει στην καρδιά των Κυκλάδων το Νότιο Αιγαίο. Κάποτε τα δύο νησιά ήταν ενωμένα αλλά πλέον, εδώ και περίπου 7500 χρόνια, τα διαχωρίζει το Αμφίγειο, το Στενό της Αντιπάρου, πλάτους 500-1000 μέτρων και βάθους 4,5 μέτρων. Αν και ο Πομπώνιος Μέλας τον 1ο αι. μ.Χ. στο έργο του De Chorographia συμπεριλαμβάνει την Αντίπαρο (αρχ. Ωλίαρος) μαζί με πολλά άλλα νησιά στις Σποράδες επειδή βρίσκονται χωροταξικά εσπαρμένα, αρχαίοι συγγραφείς που τη συγκαταλέγουν στις Κυκλάδες είναι ο Σκύλαξ, και μάλιστα στις Λακεδαιμονικές, με αυτό να σημαίνει τόσο την εγγύτητά τους με τη Λακωνία όσο όμως, έστω και έμμεσα, τη δωρική τους καταγωγή και ο Αμπέλιος. Ακόμη, μαζί με το Δεσποτικό (αρχ. Πρεπέσινθος), συγκαταλέγουν την Αντίπαρο στις Κυκλάδες ο Αρτεμίδωρος, του οποίου το κείμενο παραδίδει ο Στράβων, όπως και ο Πλίνιος, το Δεσποτικό μετά τη Σέριφο και την Αντίπαρο πριν την Πάρο.
Ο Στέφανος ο Βυζάντιος διασώζει την πληροφορία του Ηρακλείδη του Ποντικού (4ος π.Χ.) που καταγράφει στο Περί νήσων του πως η Αντίπαρος είναι αποικία των Σιδωνίων και πως απέχει από την Πάρο 18 στάδια. Έτσι, καταφαίνεται πως πρώτοι κάτοικοι του νησιού κατά τα προϊστορικά χρόνια ήταν Φοίνικες, καθότι η Σιδώνα ήταν αρχαία πόλη της Φοινίκης και ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και πολιτιστικά της κέντρα, με ιδιαίτερη ακμή κατά τα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας (έως το 1250 π.Χ.). Έτσι όμως εξηγείται και το φοινικικής προέλευσης αρχαίο όνομα του νησιού Ωλίαρος που πιθανότατα σημαίνει δασώδης τόπος.
Σχετικά με τις αναφορές του νησιού σε λατίνους ποιητές, περιγράφοντας στην Αινειάδα του ο Βεργίλιος την πλεύση των Τρώων προς την Κρήτη όπου οικοδόμησαν την Πέργαμο, αφήνοντας πίσω τους εκείνοι τη Δήλο (αρχ. Ορτυγία), είχαν μπροστά στα μάτια τους τη θέα της Νάξου, της Δονούσας, της Ωλεάρου, της Πάρου και τις διάσπαρτες στο πέλαγος Κυκλάδες. Κι όταν ο Μίνωας, όπως γράφει ο Οβίδιος, αναζήτησε στο Αιγαίο συμμαχικές δυνάμεις για να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του Ανδρόγεου, η Ωλίαρος μαζί με τη Διδύμη Σύρου, την Τήνο, την Άνδρο, τη Γυάρο και την Πεπάρηθο (σημ. Σκόπελο) δεν ετάχθη με το μέρος του και δεν βοήθησε τα Κνωσσιακά πλοία. Από την άλλη, ο Στάτιος περιγράφει στην Αχιλληίδα του το ταξίδι που κάνει ο Οδυσσέας στο Αιγαίο προς τη Σκύρο, προκειμένου εκεί να εντοπίσει κατόπιν εντολής του Αγαμέμνονα και να πάρει μαζί του τον Αχιλλέα για την αίσια έκβαση του Τρωικού πολέμου (βλ. Σκύρος). Τη στιγμή που ο Οδυσσέας βλέποντας μπροστά του τις αναρίθμητες Κυκλάδες αφήνει από τη θέα των ματιών του την Πάρο και την Ωλίαρο, ο Στάτιος επιλέγει να την αποδώσει με τη φράση και ήδη η Πάρος και η Ωλέαρος κρύβονται.
Κατά τη Λατινοκρατία η Αντίπαρος συμπεριλαμβάνεται στο Δουκάτο της Νάξου (1207) από τον ιδρυτή του Μάρκο Σανούδο (Marco Sanudo), ενώ σήμερα το ιστορικό κέντρο του νησιού εντοπίζεται στο Ενετικό Κάστρο της Αντιπάρου που κτίστηκε γύρω από τον κεντρικό του Πύργο και Σπίτι του Άρχοντα το 1440 από τον Τζιοβάννι Λορεντάνο (Giovanni Loredan). Από τον οίκο των Ενετών Λουρεδάνων κτίστηκε κάποτε φρούριο και στο Στρογγυλό, όπως αναφέρει ο Μελέτιος. Περιερχόμενο έπειτα το Κάστρο της Αντιπάρου στον Οίκο των Πιζάνι (Pisani), δεν απαλλάσσεται από τη μοίρα των περισσοτέρων Κυκλάδων να καταληφθεί ενδιάμεσα από τον Μπραρμπαρόσα (Hayreddin Barbarossa) το 1537, ενώ μετέπειτα παραχωρείται στον Οίκο των Κρίσπι (Crispi) και τέλος εντάσσεται το 1566 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναμένοντας υπομονετικά επί 300 έτη την ενσωμάτωσή του στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου του 1830 και του 1832. Σήμερα στην είσοδο του Κάστρου λειτουργεί Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο.
Η λαξευτή πέτρα στους τοίχους, τα πλακόστρωτα σοκάκια και οι φράκτες στις αυλές πλαισιώνουν την παραδοσιακή Κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική του ιστορικού κέντρου της Αντιπάρου με τις λευκές οικίες και τις μπλε πόρτες, με Εκκλησίες όπως του Προδρόμου και της Γεννήσεως του Χριστού, αλλά και το παλιό υδραγωγείο, ενώ οι βουκαμβίλιες επιτάσσουν παντού ομορφιά, της οποίας την εικόνα διέδωσαν ευρέως το 1960 τα γυρίσματα της ταινίας Μανταλένα. Περαιτέρω, και σχετικά με το έδαφος του νησιού, η Αντίπαρος με τα σημαντικά κοιτάσματα θειούχου μεταλλοφορίας (σιδήρου, μαγγανίου, μολύβδου και ψευδαργύρου), παραδίδει ως μεταλλευτική κληρονομιά τη δραστηριότητα εκμετάλλευσης των εγκαταλελειμμένων σήμερα μεταλλείων της, που λειτούργησαν κατά τον 19ο και 20ο αιώνα (1869–1955).
Όσον αφορά στην οικολογική αξία της Αντιπάρου, τόσο στην ίδια όσο και στις πέριξ νησίδες υφίστανται μικροί εποχικοί υγρότοποι με υφάλμυρο νερό που συνιστούν καταφύγιο για πολλά υδρόβια και παρυδάτια πουλιά, όπως είναι η Ψαραλυκή στα ανατολικά της Αντιπάρου και της παραλίας Λιβάδια στα δυτικά της, στα νότια του Κάβουρα, όπως και στο σημείο ένωσης του Κάβουρα με το νησί Φυρά, βόρεια της Αντιπάρου. Σε διάφορα σημεία απολαμβάνουν τη φύση ποικίλα πουλιά όπως κύκνοι και πρασινοκέφαλες πάπιες, μέχρι μαυροπετρίτες, θαλασσοκόρακες σπιζαετοί και αετογερακίνες, νησιώτικες πέρδικες, ορτύκια, κορυδαλλοί, έως και αμφίβια όπως οι βαλκανοβάτραχοι και ερπετά όπως οι θαλάσσιες χελώνες, η ποταμοχελώνα και η τρανόσαυρα.
Στα γύρω ακατοίκητα νησιά κάνει την παρουσία της η μεσογειακή φώκια, ενώ στις δυτικές θάλασσες κάνουν συχνά την εμφάνιση τους ρινοδέλφινα. Τυπικά μεσογειακή η βλάστηση της Αντιπάρου, τη στολίζει με φρύγανα και θάμνους, όπως θαμνοκυπάρισσα, πουρνάρια, σχίνα, αγριελιές, θυμάρια, φασκομηλιές και ασφόδελους. Παράλληλα, αναπτύσσονται σποραδικά και μεγάλα θαλασσόκεδρα, πολλά ενδημικά φυτά όπως είναι το αμάραντο Limonium aegaeum και ποικιλία ειδών ορχιδέας με μία εξ αυτών την ορχιδέα της μέλισσας Ophrys bombyliflora, ενώ το Δεσποτικό έχει ενταχθεί στο κοινοτικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ