Τον Βενέδικτο Παραδείση, το ένα από τα δεκατέσσερα παιδιά και το μόνο που δεν μετανάστευσε σε Τανζανία, Αυστραλία και Αμερική, τον βρίσκει η ιστορία της ζωής του να «διορθώνει» το 1949, ήδη στα δώδεκά του, τους μάστορες που έφτιαχναν τις αυλές των σπιτιών, ενώ μετέπειτα έμαθε να χτίζει ξερολιθιές με πέτρες. Μέχρι τα 22 του έχτιζε ξερολιθιές σχεδόν σε όλο το νησί κι αμέσως μετά βρέθηκε στην Πάτμο ως βοηθός σε οικοδομικές εργασίες στο πλευρό του αδελφού του. Έκτοτε διαβίωσε επί τριάντα χρόνια ως εμπειροτέχνης εργολάβος σε Λειψούς, Πάτμο, Αρκιούς και Εύβοια. Το 1959, και 19 χρόνια μετά την έναρξη του β’ παγκοσμίου πολέμου, θυμάται πως με τη βοήθεια συγχωριανών σήκωσε μία μπίγα από ένα βουλιαγμένο στον πόλεμο βαπόρι για να το κάνει δοκάρι σε στέγη.
Υπάρχει όμως και η πενταετία 1955-1960 που χρίζει τον μετέπειτα επινοητικό εργολάβο, τον μοναδικό φωτογράφο του νησιού που απαθανάτιζε γάμους και πωλούσε κάθε φωτογραφία για τρεις δραχμές. Την πρώτη του φωτογράφιση την έκανε με μια φωτογραφική μηχανή που αγόρασε από έναν συγχωριανό του. Κι όταν ο πατέρας του τον είδε σε έναν γάμο που ήταν κι εκείνος καλεσμένος να τραβάει φωτογραφίες, τον ρώτησε επίμονα πού είχε βρει τη φωτογραφική μηχανή και του επέβαλε να τη γυρίσει πίσω. Την επόμενη ημέρα, ο ηθικός αλλά και «τζαναμπέτης», πατέρας του κ. Παραδείση, δηλ. δύστροπος και πεισματάρης, πήγε στην αστυνομία μαζί του και φώναξε αυτόν που του είχε πουλήσει τη μηχανή για να την πάρει πίσω. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε τελικά να φωτογραφίζει σε γάμους και πανηγύρια για να δίνει χρήματα στη μητέρα του και ό,τι έμενε να το παίρνει ο ίδιος. Προτιμούσε τα πανηγύρια γιατί φωτογράφιζε παρέες (μέχρι 8 πόζες που είχε το φιλμ) κι έτσι κέρδιζε περισσότερα χρήματα. Μολονότι το κόστος της αγοράς της μηχανής ήταν 150 δραχμές και μολονότι έκαστο φιλμ κόστιζε τότε 50 δραχμές, ο κ. Παραδείσης επέμεινε στο όποιο όφελος εμφανίζοντας φιλμ στην Πάτμο και στη Λέρο.
Από το νησί έφυγε μόνο για να πάει τη μεγάλη του αδελφή στην Αυστραλία, όταν εκείνη ήταν περίπου 80 χρόνων. Δεν του άρεσε ο ρυθμός της ζωής εκεί και επέστρεψε μετά από έναν μήνα. Του έλειπαν τα ουζερί και η παρέα, ούτε και ήθελε να στερηθεί τον κήπο με τα οπωροκηπευτικά του. Για εκείνον όλη του η ζωή ήταν και είναι ωραία και ο άνθρωπος που δεν του έλειψε τίποτα χάρη στην εργατικότητά του αλλά και που δεν έλειψε ποτέ απ’ το νησί του, λέει χαρακτηριστικά πως οι Λειψοί είναι η γενέτειρα και η πατρίδα του. Μέσα στα ποιητικά του μάτια κοιμούνται εικόνες μιας ολόκληρης ζωής, της δικής του και άλλων, και αυτές οι εικόνες στους Λειψούς θα τον κάνουν να πει στα 84 χρόνια του «εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ θα πεθάνω».