«Τα χρόνια περνάνε γρήγορα και είμαστε από εδώ περαστικοί, και γρήγορα κιόλας.» λέει, και το υποστηρίζει δράττοντας τις καλές μέρες για να κατέβει να κάνει τα μπάνια του, όσο ο καιρός κρατάει, προτού φέρει το φθινόπωρο τα πρώτα κρύα.
Κινητό δεν έχει μέσα στην τσέπη του παντελονιού του, όταν θελήσει κανείς να τον βρει, θα πρέπει να τον ψάξει στο πατρικό του. Το σπίτι αυτό, το Μεγάλο Ζυγομαλάδικο, ένα τετραόροφο αρχοντικό του 1870, μεσα σε ένα κτήμα 20 στρεμμάτων με πορτοκαλιές και μανταρινιές, το αγόρασε ο πατέρας του το 1939. Τα παιδικά όνειρα του Στέλιου Κόκκινου χτίστηκαν από τις καραμέλες και τις σοκολάτες που έφτιαχνε ο πατέρας του στο εργοστάσιό τους στο Λοτζ της Πολωνίας. Όταν όμως το ’49 το κομμουνιστικο καθεστώς κρατικοποίησε την βιομηχανία του πατέρα του, η οικογένειά έχασε τα πάντα και εν μία νυκτί επέστρεψε στην Χίο. Τα περιβόλια έδωσαν στην οικογένεια δουλειά, τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια που μαζεύανε και εμπορεύονταν σε όλο το νησί και έξω από αυτό, έγιναν το βιός τους.
Μετά το φανταρικό του ο κύριος Στέλιος, έχοντας το εμπόριο στο αίμα του από πάππου προς πάππου, ξεκίνησε δική του δουλειά. Έμπορος νωπού κρέατος, προμήθευε όλα τα μπακάλικα και παντοπωλεία της Χίου. Σαν ήρθαν όμως τα μεγάλα ψάρια στην αγορά του νησιού, τα μικρά μαγαζιά κατέβασαν ρολά, μαζί και οι δουλειές του. Το περιβόλι είναι ακόμη στολισμένο δέντρα. Εκεί περνάει τις μέρες του, γεμάτος μνήμες. Μνήμες που έχουν αυτή τη μελένια μυρωδιά, την βελούδινη, καθώς βγάζουν τα εσπεριδοειδή λευκά ανθάκια και ευωδιάζει όλος ο κάμπος.
Αφήγηση – Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά