Ο άνθρωπος που βίωσε μέσα του την καλλιέργεια της γης ως ένα συνεχές εγχείρημα δημιουργίας και παραγωγικότητας, είναι ο Παπαγιάννης από τη Σίφνο. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ασχολείται με τη γη και περιγράφει τη σχέση αυτή ως πόνο, ταλαιπωρία και αγάπη. «Τη γη αν την φροντίσεις και την αγαπήσεις, δεν σε αφήνει ποτέ», λέει χαρακτηριστικά. Η ωραιότερη στιγμή για εκείνον είναι η συγκομιδή, την οποία και αναλύει γλαφυρά λέγοντας πως «είναι ευλογία και πραγματική χαρά να βλέπεις τους κόπους σου να καρποφορούν».
Ο Παπαγιάννης γεννήθηκε το 1948 και χειροτονήθηκε στα 33 του. Όταν ήταν στο γυμνάσιο δούλευε μαθητευόμενος δίπλα σε μαραγκό για τριάντα μήνες, ενώ πήρε το πρώτο του χαρτζιλίκι μετά από μήνες δουλειάς. Ύστερα έβγαλε φυλλάδιο, ναυτολογήθηκε με το Βαπόρι Φρειδερίκη και, όπως λέει λυπημένος, «μεταφέραμε ψυχές στην Αμερική». Μετά από οκτώ ταξίδια στην Αμερική και αρκετά άλλα στην Ευρώπη επέστρεψε και έκανε το στρατιωτικό του, κατά τη διάρκεια του οποίου στιγματίστητε από ένα επεισόδιο με έναν αξιωματικό αδίκως, καθώς χωρίς να τον προκαλέσει κατηγορήθηκε ότι ήταν κομμουνιστής κι από τότε μέχρι και το τέλος της θητείας του πέρασε πάρα πολύ δύσκολα.
«Χάσαμε την ελληνικότητά μας και τη σπουδαία καταγωγή μας για να αντιγράψουμε τον παρακμιακό δυτικό τρόπο ζωής» διατείνεται με παράπονο και νοσταλγία. Ο θαλασσινός ιερέας όταν έχει χρόνο γράφει ποιήματα για να εκτονώσει τα συναισθήματά του, διαπιστώνει γύρω του την απουσία του σεβασμού και της ταπεινότητας και είναι πολύ απογοητευμένος που οι νέες γενιές δεν ασχολούνται με τις γεωργικές εργασίες και με τη μάνα γη, την τροφό όλων. Όσο παλαιότεροι τόσο και πιο ρομαντικοί και μάχιμοι είναι οι άνθρωποι.
Κείμενο: Αγγελική Ιλιοπούλου