Οι Φούρνοι Κορσεών (ή απλώς Φούρνοι) συνιστούν συστάδα νήσων, νησίδων και βραχονησίδων του ανατολικού Αιγαίου. Η θέση τους είναι δυτικά-νοτιοδυτικά της Σάμου και ανατολικά της Ικαρίας. Συγκεκριμένα, βρίσκονται ανάμεσα στο τρίγωνο των ακρωτηρίων Δομένικος της Σάμου, Φανάρι της Ικαρίας και Τζουλούφι της Πάτμου. Κεντρικά βρίσκονται οι Φούρνοι, το μεγαλύτερο νησί της συστάδας και η ομώνυμη πρωτεύουσά της, ενώ δυτικά το δεύτερο μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος, η Θύμαινα.

Ο Στράβων αναφέρεται στο σύμπλεγμα με το όνομα Κορασσίαι (ενν. νήσοι), αλλά και Κορσίαι, ονομασία που παραδίδει και ο Αγαθήμερος τον 3ο αι. μ.Χ. στο έργο του Γεωγραφίας υποτύπωσις. Με την ονομασία Κορασσίαι (λατ. Corassiae) αναφέρεται και ο Πλίνιος τον 1ο αι. μ.Χ., αλλά και με το όνομα Κορσεαί (λατ. Corsaae), με το οποίο αναφέρεται στη συστάδα νήσων και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, ο οποίος μας πληροφορεί πως το ίδιο χρησιμοποιεί και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (FGrHist 1F143) στην αρχαιότερη αναφορά των νήσων, ενώ διασώζει και την ονομασία Κορσία που καταγράφει ο Αίλιος Ηρωδιανός.

Με τη σύγχρονή τους ονομασία Φούρνοι αναφέρονται για πρώτη φορά τα νησιά στο βυζαντινό πορτολάνο Σταδιοδρομικόν  που περιέχεται στο έργο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου Έκθεσις της Βασιλείου Τάξεως του 10ου αι. μ.Χ. (λατ. De ceremoniis aulae Byzantinae). Σήμερα διαπιστώνουμε πως οι Φούρνοι ταυτοποιούνται με τις αρχαίες Κορασσίες, Κορσεές και Κορσία μέσω της επιγραφής ενός φρουρού πάνω σε βράχο της αρχαίας ακρόπολης των Φούρνων, όπου ο ίδιος αναφέρει πως φυλάσσει την ακρόπολη των Κορσιητών. Μολαταύτα, ονομασίες παρόμοιες με τις αρχαίες απαντούν σε βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα σχετικά με τη Μονή της Πάτμου, καθώς εκείνη είχε πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, με κάποιον τρόπο την κυριότητα και εκμετάλλευση των Φούρνων, ίσως υπενοικιάζοντας τα νησιά ως βοσκοτόπια σε Πάτμιους.

Σύμφωνα δε με την προφορική παράδοση, κατά το μεγαλύτερο μέρος της Τουρκορατίας οι Φούρνοι ήταν ακατοίκητοι και χρησίμευαν ως καταφύγιο σε πειρατές. Σε σχετικά με τη Μονή της Πάτμου απαντούν τα ονόματα Κρουσσίοι (ενν. νήσοι), σε αντίγραφο χρυσοβούλλου του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ του Παλαιολόγου του έτους 1329, Κρουσσοί σε Βραβείο της Μονής του 1585 αλλά και σε χοτζέτι του 1733, Κουρσοί σε γράμμα του Καθηγουμένου της Μονής Συμεών (1792-1797) και Κρουσοί σε Πρακτικό της Δημογεροντίας της Μονής του 1828.

Κατά το πρώτο κύμα του Ελληνικού αποικισμού, μεταξύ 11ου-9ου αι. π.Χ., οι Φούρνοι βρίσκονται στον γεωγραφικό χώρο προς τον οποίο κατευθύνονται οι Ίωνες άποικοι, οι οποίοι και προσβλέπουν προς τα εύφορα εδάφη της Μικράς Ασίας και τα παρακείμενα μεγάλα νησιά όπως είναι η Χίος και η Σάμος, ενώ μάλλον παρακάμπτουν τα μικρά νησιά των Φούρνων με την ελάχιστη και βραχώδη γη. Όμως οι Φούρνοι καταλαμβάνουν στρατηγική θέση στον θαλάσσιο δίαυλο μεταξύ Ικαρίας και Σάμου, θέση που διευκόλυνε το θαλάσσιο εμπόριο ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο, όντας παράλληλα και το σημείο που ένωνε την ηπειρωτική Ελλάδα με την Ιωνία. Η σημασία αυτού του διαύλου για το θαλάσσιο εμπόριο έγινε σχετικά πρόσφατα γνωστή, όταν μετά από τριετή ενάλια έρευνα, ανακαλύφθηκε στο βυθό του αρχιπελάγους των Φούρνων μεγάλος αριθμός ναυαγίων από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Η ποικίλη γεωμορφολογία των ακτών των Φούρνων που οφείλεται σε κόλπους και κολπίσκους προσέφερε ασφαλή στάση στα διερχόμενα εμπορικά ή πολεμικά πλοία, συνιστούσε όμως και ορμητήριο για πειρατικές επιδρομές σε διερχόμενα πλοία ή στα γύρω νησιά ήδη από την αρχαιότητα. Έτσι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους, οι Φούρνοι ήταν ακατοίκητοι ή λημέρι πειρατών. Η πειρατική δράση κυρίως των Καρών στο Αιγαίο καταστέλλεται μονάχα από τους Μινωίτες, όπως καταγράφει και ο Θουκυδίδης, όμως οι Κάρες φαίνεται να κυριάρχησαν στο Αιγαίο μετά την πτώση του Μινωικού πολιτισμού (3500-1100), με τη δράση τους, μάλιστα, να πιθανολογείται ότι φτάνει μέχρι και τον 6ο π.Χ. αιώνα. Οι Κάρες είχαν ως ορμητήρια κάποια απομονωμένα νησιά, ανάμεσα στα οποία κατά την άποψη του ερευνητή Α. Παπαλά ήταν η Ικαρία και οι Φούρνοι που είχαν ιδανική θέση για πειρατικές επιδρομές στο Ικάριο πέλαγος.

Σε σχέση με τα πέριξ νησιά, η Ικαρία αναπτύχθηκε γρήγορα κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., καθώς ωφελήθηκε από την αυξανόμενη ανάγκη της Μιλήτου από το εμπόριο με τις αποικίες της, ωστόσο, μέχρι το τέλος του 6ου αι. π.Χ η Ικαρία περνά στη σφαίρα επιρροής της Σάμου. Πιθανώς αρχικά η Μίλητος να ήλεγχε τους Φούρνους, λόγω της σημαντικής τους θέσης, όμως στη συνέχεια έχασε τον έλεγχο αυτών των νησιών, όταν η Σάμος ανέπτυξε ισχυρή ναυτική δύναμη επί Πολυκράτη, ικανή να διεκδικήσει από τη Μίλητο τον έλεγχο των Φούρνων και του Ικάριου Πελάγους.

Πράγματι, από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης κατασκεύασε ισχυρό στόλο, επιδόθηκε στην πειρατεία και κυριάρχησε στα γύρω νησιά, φτάνοντας μέχρι τη Ρήνεια, την οποία αφιέρωσε στο Δήλιο Απόλλωνα, όπως εξιστορεί ο Θουκυδίδης. Στη σύγκρουσή του, μάλιστα, με τη Μίλητο, βγήκε νικητής κάνοντας τους αρχαίους Έλληνες να μιλάνε για Σαμιακή θαλασσοκρατορία. Καθώς ο στόλος του Πολυκράτη είναι απίθανο να επιχειρούσε μόνο από το λιμάνι της αρχαίας Σάμου χωρίς να χρησιμοποιεί ενδιάμεσους σταθμούς στα γύρω νησιά και διαθέτοντας οι Φούρνοι την ιδανική θέση ως ναυτική βάση για τον έλεγχο του Ικάριου Πελάγους, είναι πολύ πιθανό από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. επί Πολυκράτη και έπειτα, οι Φούρνοι να περνούν στον έλεγχο της Σάμου. Κι αν ακόμη αυτό δεν ισχύει, την άποψη πως οι Φούρνοι περνούν στη σφαίρα επιρροής της Σάμου όπως και για την εκεί Σαμιακή παρουσία τουλάχιστον από τους ελληνιστικούς χρόνους και μεταγενέστερα αποδεικνύουν επιγραφές της ελληνιστικής Ακρόπολης των Φούρνων, μία εκ των οποίων κάνει λόγο για τους εν Κορσίαις Σαμίους.

Το λιγοστό αρχαιολογικό υλικό υποδηλώνει ότι στην αρχαιότητα οι Φούρνοι ίσως να κατοικήθηκαν κατά την αρχαϊκή και την κλασσική εποχή, ενώ είναι βέβαιη η κατοίκηση κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή. Στη σύγχρονη εποχή η κατοίκησή τους ξεκινά μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε και κατοικήθηκαν εκ νέου, αρχικά από Πάτμιους και Δωδεκανήσιους, στους οποίους πολύ γρήγορα προστέθηκαν νέοι κάτοικοι από Ικαρία, Σάμο, Κυκλάδες, Μικρά Ασία, Κρήτη και ηπειρωτική Ελλάδα και μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, στις 27 Ιουλίου 1912, οι Φούρνοι κήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την Τουρκία. Ο ορυκτός πλούτος των Φούρνων περιορίζεται στο μάρμαρο των τριών αρχαίων λατομείων τους, που πλέον δεν χρησιμοποιούνται, όμως από αυτά φαίνεται να δόθηκε στην ιστορία η πρώτη ύλη για την κατασκευή των Ιωνικών ναών της Άρτεμης Ταυροπόλου στην Ικαρία, του Ηραίου στη Σάμο και του Απόλλωνα των Διδύμων στη Μίλητο.

Εκτός από τα τρία αρχαία λατομεία (στον κόλπο του Πετροκοπιού, στο Ελιδάκι και το Τσιγκαναριό), στα οποία οι μεταξύ άλλων κείμενοι ημιτελείς σαρκοφάγοι παραπέμπουν σε δύο τουλάχιστον εποχές εκμετάλλευσης, την αρχαϊκή και τη ρωμαϊκή, κοσμεί το νησί και η ελληνιστικής εποχής ακρόπολη, την οποία πιθανόν εμπλούτιζαν δημόσια κτήρια, γεγονός που εικάζεται από βάσεις αγαλμάτων και άλλων μνημείων. Η ακρόπολη βρίσκεται πάνω από τον κύριο οικισμό των Φούρνων και έχει οπτική επαφή με το Δράκανο της Ικαρίας, ενώ υπολείμματα ελληνιστικού πύργου παρόμοιου με το Δράκανο και σε οπτική εξίσου επαφή με εκείνον, μνημονεύουν χρόνο στη ΒΔ ακτή των Φούρνων, στη Χρυσομηλιά.

Πέρα από τα υπολείμματα αυτού του πύργου, υπάρχουν και ερείπια ναού στον οικισμό της Χρυσομηλιάς, πιθανώς της κλασικής εποχής, αλλά και ερείπια αρχαίου μισοβυθισμένου οικισμού στο Καμάρι, μάλλον της ύστερης αρχαιότητας και της πρώιμης χριστιανικής εποχής. Χρονολογία – ορόσημο, όμως, καθότι δεν υπάρχουν μεταγενέστερα αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν κατοίκηση στους Φούρνους κατά την ύστερη αρχαιότητα, συνιστά η αλεξανδρινού τύπου μαρμάρινη σαρκοφάγος του 2ου αι. μ.Χ. με διακόσμηση από ανθοπλοκάμους, φύλλα κισσού και ρόδακες. Αυτή η όμοια με άλλες δύο σαρκοφάγους που βρίσκονται στη Συλλογή του Κάμπου της Ικαρίας, της αρχαίας Οινόης, συνιστά το ταφικό μνημείο κάποιου Επαμείνωνος, γιου του Τήλωνος και της Φίλτης, που πέθανε στα 25 του χρόνια. Επιπλέον, η ανεύρεση αυτής της σαρκοφάγου των ρωμαϊκών χρόνων κάνει περισσότερο πιθανή την ύπαρξη μιας πόλης αυτόνομης ή εξαρτώμενης (μάλλον από τη Σάμο) κατά την εποχή του Αυγούστου και μεταγενέστερα, που είχε την ευχέρεια να παράσχει τέτοιες πολυτελείς ταφές στα εξέχοντα μέλη της.

Όπως συμβαίνει στα περισσότερα νησιά, το συνολικό τους κάλλος είναι ένα κράμα ιστορικών μνημείων, φύσης αλλά και οικολογικής αξίας. Έτσι, εκτός από τους ελαιώνες και τον ποώδη μανδραγόρα, πολλά φυτά ομορφαίνουν το νησί με τα αρωματικά να αφθονούν στα σχιστολιθικά του εδάφη (θυμάρι, θρούμπι, φασκομηλιά, ρείκι), ενώ στα ασβεστολιθικά ο σχίνος, η κουμαριά και ο φίδας. Με την εξίσου σημαντική πανίδα του, καθώς το νησί φιλοξενεί τη μεσογειακή φώκια monachus monachus, διάφορα είδη δελφινιών και θαλάσσιων χελωνών, είναι όμως ταυτόχρονα και τόπος αναπαραγωγής πουλιών όπως του μαυροπετρίτη, αλλά και σταθμός μεταναστευτικών πουλιών όπως του ερωδιού, όχι μόνο η ομώνυμη πρωτεύουσα αλλά ολόκληρο το σύμπλεγμα των Φούρνων έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα Natura 2000.

Κατά τι μικρότερο σε έκταση και το δεύτερο σήμερα κατοικούμενο νησί του συμπλέγματος των Φούρνων Κορσεών Θύμαινα, ή και παλαιότερα Φύμαινα, με το πρώτο όνομα να οφείλεται κατά κάποιους στην αφθονία του θυμαριού, παρουσιάζει στοιχεία πανομοιότυπα με εκείνα των Φούρνων. Περιβάλλεται από διάφορες ακατοίκητες βραχονησίδες, ενώ χάρη στην πολύπλοκη ακτογραμμή της με τους κάβους, τους διαύλους και τους αθέατους υπήνεμους όρμους, επελέξη και αυτή από την αρχαιότητα ως πειρατικό λημέρι. Πιθανόν κατοικήθηκε και αυτή κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, παράλληλα με τους γειτονικούς Φούρνους, ενώ στη σύγχρονη εποχή η κατοίκηση της Θύμαινας ξεκινά εξίσου μετά τα μέσα του 18ου αιώνα.

Η Θύμαινα δεν διαθέτει χερσαίο αρχαιολογικό χώρο, ωστόσο τον βυθό της, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους Φούρνους, περιστοιχίζουν αρχαία ναυάγια που αποκαλύφθηκαν κατά τις υποβρύχιες έρευνες της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού μόλις το 2015. Με χαρακτηριστική τη ρυμοτομία της και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του γραφικού οικισμού της, με τα ορεινά μονοπάτια και τις σπηλιές της, χαρίζει γενναιόδωρα το κάλλος της στη θέαση. Και δεν εντάσσεται μονάχα στο δίκτυο Natura 2000 λόγω της περιβαλλοντικής σημασίας των χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων της, αλλά και στον κατάλογο βιοτόπων του ευρωπαϊκού προγράμματος Corine, ως παράκτια περιοχή οικολογικής σημασίας. Και δικαίως, εφόσον την κοσμούν σχίνοι, ελιές, φίδες (είδος αγριοκυπάρισσου), συκιές,  φραγκοσυκιές, αμυγδαλιές και χαρουπιές, ενώ ευωδιάζουν στα σχιστολιθικά της εδάφη θυμάρι, θρούμπι, φασκομηλιά και ρίγανη, με πολλά είδη πουλιών να αναπαράγονται στην αγκαλιά της, αλλά και να βρίσκουν καταφύγιο και να απολαμβάνουν την άθιχτη σχεδόν φύση της οι μεσογειακές φώκιες monachus monachus, διάφορα είδη δελφινιών και θαλάσσιων χελωνών, αιγοπρόβατα και μικρά κοπάδια της νησιώτικης πέρδικας.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ