Μαγκαφούλα βαφτισμένη, παρότι την φωνάζουν Φούλα, γεννηθείσα εις την Κάσο το έτος 1927. Μια φορά έφυγε από το νησί της, και αυτό ήταν για να επισκεφθεί την αδερφή της στην Νότιο Αφρική. Τι χρονιά ήτανε, πλέον δεν το θυμάται. Ξέρει μονάχα πως ήταν τότε που ο γιος της ο Νικόλας έκανε το φανταρικό του. Άλλη μια φορά ήτανε να φύγει, και αυτό για να πάει πάλι μακριά, ως την Αυστραλία, όπου ζούσε πέντε χρόνια ο άντρας της και είχε ετοιμάσει σπίτι και τους περίμενε να πάνε να ζήσουν όλη η οικογένεια εκεί. Όμως ο γιος τους δεν ήθελε να αφήσει την Κάσο και αυτό τον αρρώστησε. Κανείς δεν έφυγε εν τέλει. Ο άντρας της μπάρκαρε και έπειτα επέστεψε και εκείνος κοντά τους.
Ο πατέρας της ήταν από την Κω. Τον έφεραν στην Κάσο παιδάκι και σαν μεγάλωσε τον πάντρεψαν με την μάνα της. Από δέκα αδέρφια, έχει μείνει μόνη της πια. Δείχνει τις ξέθωρες από τον χρόνο φωτογραφίες τους και τους θυμάται έναν έναν με αγάπη, καμαρώνει τη λεβεντιά τους. Δεν θέλει να ακούει για τους Γερμανούς καθόλου. Τους φοβότανε και της στερήσανε κιόλας από τα αδέρφια της. Με τους Ιταλούς μεγάλωσαν, τους ήξεραν κάπως καλύτερα. Στο σχολείο βέβαια τους απαγόρευαν τα ελληνικά και εκείνη στην δευτέρα δημοτικού το άφησε. Προτιμούσε να σπέρνει και να αλωνίζει δίπλα στην οικογένειά της. Με τον άντρα της την ένωσε ανορθόδοξα η δυστυχία, όταν εκείνος έχασε τον πατέρα του στη θάλασσα και η μάνα του αρρώστησε από τον καημό της. Αδερφές, κόρες δεν είχε η πεθερά της να την βοηθήσουν στην δυστυχία της, μονάχα αρσενικά να αναθρέψει. Μια θειά της Μαγκαφούλας τότε, που έμενε εκεί σιμά και έβλεπε την κατάσταση, έπιασε τον Γιάννη και τον συμβούλεψε να παντρευτεί, να φέρει μια γυναίκα στο σπίτι, να μπορέσει το νοικοκυριό τους να σταθεί. Εκείνος της απάντησε πως αν είναι κάποια να παντρευτεί, θα παντρευτεί την Μαγκαφούλα. Ήταν ημέρα Κυριακή και η Φούλα έλειπε στην εκκλησία, όταν πήγε απ’ το σπίτι της ο Γιάννης και την εγύρεψε για να την παντρευτεί. Σαν γύρισε στο σπίτι εκείνη, της ανακοίνωσε τα μαντάτα η αδερφή της. «Φούλα παντρεύεσαι! Ποιον; Τον Γιάννη. Πότε παντρεύομαι; Σήμερα!» Και παντρεύτηκαν την ίδια μέρα μέσα στο σπίτι τους, με ψητό στο φούρνο και κρασί. Φρόντισε την πεθερά της, φρόντισε τη γραία της πεθεράς της, τα αδέρφια του άντρα της, εκείνον και τα παιδιά τους. Όλη της την ζωή την αφιέρωσε στους άλλους. Ωστόσο την γλύκα της φωνής της και το γέλιο της δεν το ‘χασε, ούτε και την σπιρτάδα της παρά τα ενενήντα πέντε της χρόνια.
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά