Γεννήθηκε στην Πλάκα στους πρόποδες του Κάστρου, «εδώ με ξέρουνε και οι πέτρες» λέει με χαμόγελο σεμνό. «Στα νεαρά μου χρόνια ήθελα να γίνω καπετάνιος, τότε δεν υπήρχε η έννοια του τουρισμού και σκεφτόμασταν εμείς, τα παιδιά της εποχής εκείνης, πως υπήρχε ένας μονάχα τρόπος να γνωρίσουμε τον κόσμο, να γίνουμε ναυτικοί, να γνωρίσουμε τα λιμάνια». Οι πρόγονοί του σπούδασαν ιατρική στο Πανεπιστήμιο του ‘Οθωνος στην Πλάκα και έτσι δεν γνώρισε τα λιμάνια αλλά ακολούθησε την παράδοση της οικογένειας και σπούδασε Παθολογία στο κρατικό νοσοκομείο Πειραιώς στη Νίκαια. Με τη σκέψη πάντα πως θα επιστρέψει στο νησί, όπου θα ήταν ο μοναδικός γιατρός, πήγαινε και στο χειρουργικό και στο ορθοπεδικό για να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε. Μετά την στρατιωτική του θητεία στη Χίο όπου γνώρισε τη γυναίκα του, γύρισε στα 34 να εξασκήσει με «μια πεποίθηση πως η δουλειά του γιατρού σε φέρνει πιο κοντά στους ανθρώπους». ‘Ημασταν 3 γιατροί σε όλο το νησί. Από αξημέρωτα οι φαρμακοποιοί έπρεπε να αποστάξουν τα σκεύη και να φτιάξουν τους ορούς. Ο φαρμακοποιός έδινε τον αιθέρα για την αναισθησία, ο γιατρός χειρουργούσε και εργαλειοδότης δε ήταν ένας δάσκαλος. «Τα ενδιαφέροντα ήταν πως θα ανταποκριθεί κανείς σε αυτά που έχει αναλάβει, αυτό βάρυνε περισσότερα από όλα. ‘Οσοι διαλέξαμε αυτή τη δουλειά δεν το κάναμε πιστεύοντας πως θα έχουμε πλούτο. Μου άρεσε η προσφορά προς τον συνάνθρωπο». «Η νύχτα δεν ήταν δική μου. Αυτός που ασκεί αυτό το επάγγελμα πρέπει να είναι ταπεινόφρων, διότι δεν είμαστε θεοί. Μπορεί να μας βλέπουν καμιά φόρα έτσι αλλά δεν είμαστε, άνθρωποι είμαστε».
«Είχα την εντύπωση πως Γερμανοί λέγονται οι άνθρωποι που φοράνε τα ρούχα αυτά τα χακί». Θυμάμαι τους βομβαρδισμούς, οι Εγγλέζοι ερχόντουσαν στα νότια, εκεί που λέγεται Προβατάς, και χτυπούσαν να εξουδετερώσουν μια πυροβολαρχία, η οποία είχε κανόνια που κάποτε πρέπει να ήταν του Ελληνικού ναυτικού. Πριν αρχίσουν οι βολές από τον Τράχηλα, ένας αξιωματικός πυροβολικού, δεν υπήρχαν τότε ασύρματοι, τους έλεγε πόσες μοίρες δεξιά, πόσες αριστερά για να στοχεύσουν. Δεν ήταν δυνατό να σκοπεύσεις όπως σήμερα. Τα αεροπλάνα τα εγγλέζικα τους ενδιέφερε να χτυπήσουν εκεί όπου υπήρχε στρατιωτική δύναμη, πολλές φορές όμως έφευγαν οι βόμβες και χτυπούσαν αλλού. Θυμάμαι είχα ξεκινήσει να πηγαίνω στις Πλάκες σε ένα σπίτι, ακούσαμε τις σειρήνες που της σήμανε η αστυνομία για να πάμε σε μέρος ασφαλές, εμπήκαμε σε μια σπηλιά και έσκασε η οβίδα από πάνω μας.
«Οι τράτες τότε τραβούσαν νύχτα στη Ψάθαινα, η διοίκησης η Γερμανική απαγόρευε μετά τη δύση του ηλίου να κυκλοφορούν άνθρωποι». Πηγαίναν όμως κάποιοι κρυφά να πάρουν μαρίδες από τους ψαράδες. Τον παίρνανε μαζί και εκείνον με τη σκέψη μήπως πέσουνε σε περίπολο και τους λυπηθούν με μικρό παιδί. Δίνανε οι ψαράδες σε όλους τους ανθρώπους χωρίς να γυρεύουν χρήματα. Ενώ ένας περιβολάρης ζήταγε κατοχικό χρήμα, μαλαματικό, κάποιο αντάλλαγμα. Τον ρώτησαν ‘δε θα τελειώσει ο πόλεμος, τι θα κάμεις με τα πράγματα αυτά’? Και απαντούσε ‘εγώ όταν τελειώσει ο πόλεμος θα είμαι διπλοπόδης’. «Πιτσιρίκος ήμουν, αυτό δε το ξεχνώ, ο ένας γύρεψε και ο άλλος δε ζήτησε τίποτα. Αυτό δείχνει πόσο διαφορετικοί είναι οι άνθρωποι. Από μικρό και από λολό μαθαίνεις την αλήθεια».
«Η πειρατεία ειδικά σ’αυτά τα μικρά νησιά έκανε δύσκολη τη ζωή των ντόπιων διότι τους έπαιρναν τα υπάρχοντα τους τα γενήμματα, τα χρυσαφικά, τα τυριά». Το 1820 η Μήλος είχε γύρω στους 1500 κατοίκους, ενώ άλλοτε είχε μέχρι και 6000 κατοίκους και έφυγαν λόγω των πειρατών. Θυμάμαι σε αγροτικά σπίτια στην εξοχή εκάνανε μια μικρή στέρνα, και εκεί φυλάσσαν όλα τους τα πολύτιμα. Βάζανε λοκάρια, από πάνω άργυλο ή χώμα, για να μη φαίνεται πως υπάρχει κάποιος χώρος από κάτω και από πάνω βάζανε τσουβαλάκια για να πάρουν εκείνα και να γλιτώσουν τα υπόλοιπα. Πειρατές από Τυνισία περίμεναν στο κλέφτικο, ένα μικρό λιμανάκι, να περάσει κάποιο εμπορικό πλοίο και πήγαιναν στη Μασσαλία να πουλήσουν ότι μάζευαν και αν αιχμαλώτιζαν σημαντικό πρόσωπο γυρεύανε λύτρα.
«Δεινόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον. Στη δύση της ζωής έχεις δει τι εστί η ζωή των ανθρώπων. Αν έχεις συμπεριφερθεί καλά σου λένε δέκα καλημέρες». Τώρα ασχολείται με το περιβόλι του με ελιές, το μποστάνι το καλοκαίρι, την «Ειρήνη» το καικάκι που ονόμασε από την μητέρα του που αγόρασε με τα πρώτα του λεφτά το 1978 «να βγάλουμε κάνα παλιόψαρο με τον εγγονό». Όπως είπε κάποτε ο Ελύτης: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει, με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
Κείμενο: Μαριάννα Πατεράκη