Λένε πως ο Δίας ερωτεύτηκε τη Νύμφη Κινάρα, το όνομά της οποίας σημαίνει αγκινάρα και πως την πήρε από την Κίναρο (Ιταλ. Zinari) μαζί του στον Όλυμπο. Εκείνη όμως, επιθυμώντας να επιστρέψει στον τόπο της, αφού έφυγε τον εξόργισε με τη φυγή της κι αυτός τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμό της ακανθώδες λαχανικό. Κυνάρα ἡ ἄκανθα, γράφει ο Ηρωδιανός στο Λεξικό του Φιλέταιρος, διασώζοντας φράση του Σοφοκλή, ενώ αναφέρει πως οι σύγχρονοί του (2ος αι. μ.Χ.) τη γράφουν κινάρα. Αλλά και ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του διασώζει τις γραφές κυνάρα – κύναρος από αποσπασματικά σωζόμενες σοφόκλειες τραγωδίες. Άλλωστε, Κίναρος ονομάστηκε το νησί λόγω της αγκινάρας που παρήγαγε.
Είναι αλήθεια πως ο λατίνος Οράτιος χαρακτηρίζει μια Κινάρα τολμηρή κι αναίσχυντη (proterva) και ίσως αυτό να παραπέμπει στις αφροδισιακές ιδιότητες της αγκινάρας, όπως και άπληστη (rapax). Ωστόσο, χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Κινάρα μνημονεύοντας μια ερωμένη του που απέπνεε έρωτες και του είχε κλέψει την καρδιά. Η Κινάρα όμως αυτή, που ταυτίζεται μάλλον με τη Γλυκέρα, της οποίας η λαμπρότητα έκαιγε τον ποιητή λάμποντας καθαρότερα κι από το Πάριο μάρμαρο, πέθανε νέα, καθώς το πεπρωμένο της έδωσε σύντομη ζωή. Ώριμος πια ο Οράτιος κι απευθυνόμενος στην Αφροδίτη, την προτρέπει να οχλεί νεότερους γιατί δεν είναι εκείνος που ήταν υπό τη βασιλεία της καλής Κινάρας, όταν ο έρωτας τον εξουσίαζε.

Όσον αφορά σε αρχαίες γεωγραφικές πληροφορίες, ενώ το νησί αναφέρεται σε επιγραφή του 4ου αι. π.Χ., όπως και σε απόσπασμα του ιστορικού Σήμου του Δήλιου του 3ου αι. π.Χ., ο Πλούταρχος αναφέρει την Κίναρο μαζί με τη Γυάρο στο Περὶ φυγῆς από τα Ἠθικά του. Έπειτα, ο Πλίνιος καταγράφοντας το νησί Cinara το τοποθετεί μετά τη Λέρο και πριν τη Σίκινο, ενώ ο Πομπώνιος Μέλας το συγκαταλέγει ανάμεσα σε άλλα νησιά που ονομάζει Σποράδες επειδή είναι διάσπαρτα. Επιπλέον, στο ναυτικό σύγγραμμα Σταδιασμός ἤτοι Περίπλους τῆς Μεγάλης Θαλάσσης ανωνύμου Βυζαντινού συγγραφέως του 3ου-4ου αι. μ.Χ., που διέσωσε αρχαιότερο πρότυπο κείμενο του 4ου αι. π.Χ. εξίσου αγνώστου συγγραφέως, διαβάζουμε πως η Λέβιθα απέχει από την Κίναρο 500 στάδια, ενώ η Κίναρος από την Αμοργό 85, πληροφορία που επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί και ο Ιππόλυτος στο Χρονικόν του τον 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα.

Στην κορυφή της Κινάρου έχουν εντοπισθεί αρχαιολογικές ενδείξεις οικιστικής δραστηριότητας και πιθανόν μικρού οικισμού επί ακμής της Κοινοπολιτείας της Τριπόλεως της Αμοργού, δηλ των τριών μεγάλων πόλεών της Μινώα, Αρκεσίνη και Αιγιάλη ή Μελανία, που άκμασαν κατά τους ιστορικούς χρόνους και υπήρξαν ενωμένες κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., τουλάχιστον έναντι εξωτερικών δυνάμεων (βλ. και Αμοργός). Το δεύτερο δυτικότερο νησί των Δωδεκανήσων μετά την Αστυπάλαια, ευρισκόμενο δυτικά της Καλύμνου και της Λέρου και ανατολικά της Αμοργού, ενώ διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Λέρου, ιστορικά ανήκει στην Κοινότητα Αιγιάλης Αμοργού. Σε χάρτη (1688) του γιατρού και λογίου Φλαμανδού Olfert Dapper (1636-1689) όπου απεικονίζονται η Κίναρος και η Λέβιθα, τα νησιά καταγράφονται ως Zanara e Levita.

Κι ενώ ο Πλίνιος τοποθετεί την Τέλενδο στο Λύκιο Πέλαγος, με την ονομασία Κέλερις τη βρίσκουμε στον Σταδιασμό κοντά στην Ψέριμο, τις Καλύδνες, δηλ. την Κάλυμνο, τη Λέρο και την Πάτμο, κάτι που καταγράφει και ο Ιππόλυτος στο Χρονικόν του τον 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα. Ίσως το όνομα Κλάρος με το οποίο καταγράφεται το νησί στη Χάρτα του Ρήγα Φεραίου τον 18ο αι. να προέρχεται από το αρχαίο Κέλερις. Εν τω μεταξύ, ευρισκόμενη η Τέλενδος στην περιφέρεια Καλύμνου, οφείλουμε να τη συγκαταλέξουμε στον ομηρικό κατάλογο των ελληνικών δυνάμεων του Τρωικού πολέμου, στον οποίο αρχηγοί 30 πλοίων των δυνάμεων της Νισύρου, της Καρπάθου, της Κάσου, της Καλύμνου και της Κω ήταν οι γιοι του Ηρακλείδη Θεσσαλού Φείδιππος και Άντιφος, γεγονός που επιβεβαιώνει και τη δωρική της καταγωγή μετά από την πιθανή κατοίκησή της από Κάρες, όπως συνέβη στα πέριξ νησιά. Άλλωστε η Τέλενδος ήταν ενωμένη με την Κάλυμνο έως τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ., οπότε και ισχυρός σεισμός διαχώρισε τα δύο νησιά, επιτρέποντας σήμερα κάτω από τη στενή θαλάσσια λωρίδα που τα χωρίζει τη δυνατότητα της ενάλιας επισκόπησης της βυθισμένης έκτοτε Ποθαίας, της πρωτεύουσας της έως τότε ενιαίας νήσου. Μάλιστα, εκεί ένα βυθισμένο ανδρικό άγαλμα ταυτίζεται με τον Ανδρόνικο, το βασιλόπουλο της Καλύμνου που ερωτεύτηκε την Ποθαία ή Πόθα, τη βασιλοπούλα της Τελένδου, το μοιραίο τέλος του έρωτα των οποίων παραδίδει εντόπιος προφορικός Βυζαντινός θρύλος του 12ου-13ου αιώνα. Κι έκτοτε, λένε, η μορφή της κοπέλας λαξεύτηκε στην πλαγιά του βουνού της Τελένδου για να μη χαθεί στη λήθη.

Εξαιτίας των θαλασσίων επιδρομών των Αράβων μεταξύ άλλων και στα νησιά του Αιγαίου τον 7ο αι. μ.Χ., η Τέλενδος διαθέτει στο βόρειο τμήμα της τον οχυρωμένο οικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί, πάνω στα ερείπια μονόχωρης βασιλικής, στο εσωτερικό της οποίας σώζονται τμήματα τοιχογραφίας διάλιθου σταυρού του 7ου αι. μ.Χ., έχει διαμορφωθεί η σύγχρονη εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Κι ενώ χρόνο αφηγείται και ο ακόμα παλαιότερος ερειπωμένος ναός του Αγίου Βασιλείου (5ος-6ος αι. μ.Χ.) με αρκετές μεταγενέστερες μετατροπές, όπως και η βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (5ος-6ος αι. μ.Χ.), εξίσου εντυπωσιακή είναι και η παλαιοχριστιανική Νεκρόπολη της Τελένδου με τους διάσπαρτους θολωτούς οικογενειακούς τάφους, τους οποίους οι Τελένδιοι αποκαλούν θολάρια, δυτικά από τα οποία τοποθετείται η θέση αρχαίου θεάτρου. Η Κίναρος και Η Τέλενδος περιέρχονται πλέον στην Ελλάδα μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα μόλις δύο χρόνια έπειτα από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στις 10/2/1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων (Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία), έχοντας ήδη διαγράψει την οικεία των Δωδεκανήσων ιστορική μοίρα των Μεσαιωνικών και νεότερων χρόνων υπό των Ιωαννιτών, των Οθωμανών, των Ιταλών. των Γερμανών και των Άγγλων.