Όλη η ζωή του Παππαγιάννη είναι «χτισμένη» στον τόπο όπου βρήκαν διαφυγή από τους Σαρακηνούς τον 7ο αιώνα μ.Χ. οι κάτοικοι της αρχαίας Βρουκούντας. Εκείνων τα χέρια έχτισαν τον περίτεχνο ναό που μέχρι και σήμερα ο ίδιος λειτουργεί τους ελάχιστους κατοίκους της Ολύμπου. «Στην Όλυμπο γεννήθηκα και από εδώ θα αποδημήσω». Όταν στα 52 του χειροτονήθηκε, δέθηκε σώμα και πνεύμα με την ιδιαίτερη πατρίδα του για δεύτερη φορά.
Η πρώτη ήταν τότε που μαζί με ακόμη ένα από τα εννιά αδέρφια του, ήταν οι μόνοι από την μεγάλη οικογένειά του, που έμειναν πίσω το ‘60, όταν η ζωή στο χωριό άρχισε να αλλάζει άρδην, να γίνεται η Όλυμπος μια νεκρή πολιτεία, όπως την αποκαλεί. Η φυγή των γυναικών μαζί με τους συζύγους τους προς ένα καλύτερο μέλλον, ήταν η αρχή του τέλους, λέει.
Για εκείνον ωστόσο, ήταν μια ευκαιρία να μείνει στον τόπο του, να αφήσει τα εγγλέζικα που είχε μάθει για να πάει στις Αμερικές, και να πιάσει το μυστρί. Δίπλα σε έναν μάστορα έγινε τεχνίτης, διδάχθηκε την οικοδομή, πώς ξεχωρίζεις για κάθε μερεμέτι και εργασία πόσο νερό και χώμα κάνουν την λάσπη να κρατήσει το χτίσμα ακέραιο, αιώνιο. Τα χρήματα από την ξενιτιά που γυρνούσαν στο χωριό, ήταν για να μη ρημάξουνε τα σπίτια και οι περιουσίες των οικογενειών δια της απουσίας τους.
Οικοδόμος και φύλακας άγγελος, αφήνει το αποτύπωμα της δικής του ζωής στους τοίχους των σπιτιών που φρόντισε να μείνουν όρθια και στις ψυχές των ανθρώπων που επέλεξαν να παραμείνουν στον τόπο ετούτο.