Ήταν χειμώνας, 15 χρόνια να χουν περάσει, και ακούγεται από την τηλεόραση του καφενέ ‘ακυβέρνητο σκάφος από ‘Υδρα κατευθύνεται προς Μήλο με μαίστρο’. «Ο μαίστρος λιμάνι δεν έχει, όπου και να ‘σαι θα σε ξεπατώσει». Το βλέπουμε που πλησιάζει, φουντάρει το σίδερο, σπάει η καδένα και το πήγαινε το σκάφος σβούρα, αν ήταν νύχτα θα είχαν πνιγεί. Έρχεται με τις μπάντες και ακούμε έναν εκκωφαντικό θόρυβο καθώς διπλάρωσε και το πέταξε η θάλασσα στα βράχια πλάγια. Πετάει το πλήρωμα το ιβιλάι με μπιτόνια δεμένα στην άκρη, τα πιάσαμε και τα δέσαμε σε ένα κάβο, κοτσάραμε στο τρακτέρ και σιγά σιγά τραβάγαμε. Πως κατεβαίνουν τα μαιμουδάκια? Ετσι κατέβηκαν και το ρώσικο πλήρωμα ανάποδα κρεμασμένοι από το σκοινί, κίτρινοι σαν το πανί. «Λίγο είναι να σώσεις ψυχές?»
‘Εχω ένα βάσανο εδώ και 52 χρόνια, τη γυναίκα μου, το βασανάκι μου. Δε τη λέω την ιστορία θα ζηλέψετε. Καλά. Ο μπάρμπας μου ήταν αντάρτης, τον σκότωσαν οι γερμανοί. Εμείς επί χούντας γράφαμε συνθήματα ‘κάτω η χούντα’, ήμασταν ρομαντικοί, Αριστεροί αληθινοί. Μας πήραν στο κυνήγι και για να μη μας βουτήξουν οι ασφαλίτες, βουτήξαμε εμείς στο ποτάμι. Μας πήρε το ποτάμι, και βγήκαμε σε μια ξέρα, άρχισαν τα σκυλιά να γαυγίζουν και βγήκε ένας τσοπάνος νόμιζε οτι ήμασταν κλέφτες. Του είπαμε τι συνέβη και μας έκρυψε στο μαντρί. ‘Ηρθε η Αστυνομία το πρωί και με στείλανε στον Αι Στράτη, ήμουν εκεί με τον Αλευρά, τον Τρίτση. Αν δεν πήγαινα για φαντάρος, ακόμα εκεί θα ήμουν. Στη Λήμνο λοιπόν που πήγα φαντάρος, έτρωγα μια μέρα στην ταβέρνα και είδα 3 κοριτσάκια, πηγαίνανε στη μοδίστρα. Αφησα το φαγητό ο μαλάκας και πήγα να τη γνωρίσω, η Φωτεινή. Με το που την αντίκρυσα, είπα τέρμα αυτή είναι για την πάρτυ μου. ‘Ολο ερχόταν ο θείος της ο Κουνελάς, ένας ψηλός, και κρυβόμασταν. Θα ερθώ να σε ζητήσω της έλεγα και είπε το ναι. 52 χρόνια με αντέχει, δεν είναι φοβερό? ‘Οταν ήμουν στο λιμάνι καβοδέτης, βγήκε η Αντζελίνα Τζολί στη πρύμη με κάτι κινεζάκια αραπάκια, ξέρεις ποια είναι αυτή μου λένε, γιατί ξέρει ποιος είμαι εγώ αυτή? Σιγά τη γκόμενα, να δεις τη δικιά μου τη γυναίκα να πάθεις πλάκα! Καθόμαστε και γελάμε τώρα, δεν υπάρχουν μουρμούρες. Δυο ψυχές. Αλληλοσεβασμό και αγάπη θέλει.
Μας δείχνει μια φωτογραφία του στα νιάτα του Α! Αστέρας του κινηματογράφου, Αλλέν Ντελόν, του λέμε «Αλλα ντάλον!» μας απαντά γελώντας. Ολο χαβαλέ και καλαμπούρι, «τη ξενοιασιά που έχω εγώ! Το άγχος είναι άγνωστη λέξη για μένα». ‘Εχω δουλέψει ηλεκτροσυγγολλητής σε δεξαμενές της ΔΕΗ, σε δεξαμενές προπανίου στο Αμπου Ντάμπι, έχω ταξιδέψει θάλασσες, ήμουν ψαροκαπετάνιος εγώ και καβοδέτης 4 χρόνια. Κύκλους που κάνει η ζωή, του λέμε. «Στους κύκλους ζαλίζομαι, τετράγωνο καλύτερα!»
Κείμενο: Μαριάννα Πατεράκη