Ο πάππους του και ο πατέρας του είχαν τα χέρια τους δουλεμένα στο καρνάγιο, εκεί που χώθηκε και ο ίδιος του παλικαράκι, απ’ όταν τέλειωσε την τετάρτη δημοτικού. Από τα εκατό τρεχαντήρια στο λιμάνι τώρα, τα ογδόντα θα ‘χουν γίνει από τα χέρια του. Ο Μικές Καστρινός είναι καραβομαραγκός εδώ και μια ζωή, και ακόμη, κάθε μέρα δουλεύει με το ξύλο. Για τον εαυτό του έχει φτιάξει τη Ζαχαρούλα του, από πεύκο, που βγάζει γερά σκαριά όπως λέει. Γιατί άμα βουτήξει το πεύκο στο νερό, έπειτα θέλει να βγει ξανά μια – δυο φορές για να καεί, και μετά μπορεί να αντέξει και εκατό χρόνια.
Την δουλειά που έμαθε εμπειρικά πλάι στον πατέρα του, την εξέλιξε με τις γνώσεις γεωμετρίας που πήρε πλάι στον υποπλοίαρχο του όταν υπηρέτησε στο ναυτικό. Καμαρώνει για τον γιό του που ασχολείται και εκείνος με την τέχνη που περνάει από πατέρα σε γιό, και είναι μία τέχνη που θέλει να την αγαπάς, γιατί είναι πολύ δύσκολη και δεν πληρώνεται καλά πια που όλα τα κάνουν τα εργοστάσια. «Όλα στη ζωή μπορούν να είναι δύσκολα, και το να τρως δύσκολο είναι, αλλά άμα το θέλεις, όποια δουλειά και αν κάνεις την μαθαίνεις. Ό,τι θέλεις, το μαθαίνεις.»
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά