Το 1935 οι Ιταλοί κυνήγησαν και έστειλαν φυλακή στην Κω τον πατέρα του κυρίου Μιχάλη, επειδή έφερνε τσιχαρόχαρτα από την Κάλυμνο για γνωστούς και οικείους στο Αγαθονήσι. Κάποιος που το ‘χε για δουλειά, μιας και ήταν παράνομη η διακίνησή τους εντός της Ιταλικής κατοχής, τον κάρφωσε και έτσι ο Μιχάλης Κοτόρος βρέθηκε με τα τέσσερα αδέρφια του στην Πάτμο, ώσπου να εκτίσει την ποινή του ο πατέρας τους. Δέκα χρονών παιδί πέφταν οι οβίδες και εκείνος έτρεχε να κρυφτεί. Ηχούσαν οι σειρήνες και φοβόντουσαν για την ζωή τους. Τα θυμάται όσα έζησε εκείνη την εποχή ολοζώντανα. Τα δύσκολα περνούν συχνά από τον νου του. Τον στεναχωρεί που το πείσμα των ανθρώπων άφησε να χαθεί η αδελφοσύνη τους, που κάποτε το ένα βράδυ μαλώνανε, το άλλο πρωί φιλιώνανε. Και τότε που δεν είχε ο κόσμος πολλά, με το λιγάκι ευχαριστιώταν, ενώ τώρα που τα ‘χει όλα είναι πικραμένος, τίποτα δεν τον γλυκαίνει.
Το 1937 πήγε στην Λέρο, για να εξετάσουνε το αυτί του που δεν περνούσε ο πόνος του. Έμεινε εκεί και έπιασε δουλειά, έντεκα χρονών ήταν μονάχα. Δούλευε για μια ιταλική λιρέτα την ημέρα σε ένα μπακάλικο. Έξι μήνες αφότου έφυγε, τον γύρεψε ο Ιταλός καραμπινιέρη από το Αγαθονήσι να μάθει γιατί δεν είχε επιστρέψει ακόμη στο σπίτι του. «Κάθομαι για να δουλέψω 30 ημέρες, να μαζέψω 30 λιρέτες, να πάρω ένα τσουβάλι αλεύρι.» Έμεινε δύο – τρία χρόνια τελικά στην Λέρο και τις μάζευε τις λίρες, αλλά ενώ εκείνος τις έδινε στην αδερφή του πατέρα του, που τον φιλοξενούσε, να τις στέλνει στο νησί να αγοράζει για την οικογένεια αλεύρι, η θεία του τις κρατούσε. Και αυτό το έμαθε από τους Ιταλούς που του γύρεψαν πως τα χρήματα δεν στάλθηκαν ποτέ στο Αγαθονήσι.
Δούλεψε και στην Ρόδο, στην Σάμο, όπου είχε δουλειά, όταν ερχόταν δίσεκτο το έτος και δεν είχανε να θρέψουνε τα ζώα. Όταν όμως είναι μακριά από τον τόπο του, νιώθει τον ουρανό να τον πλακώνει. Τώρα που έφυγε και η γυναίκα του, θέλει κάθε μέρα να ανεβαίνει στα κηπάκια του, να τα ξεχορταριάζει και να τα καθαρίζει. Θέλει να ‘ναι δίπλα στη γη, να την ακουμπά. Κάποτε γυρνούσε και έτρεχε σε όλο το νησί άμα του ξέφευγε κανένα γαϊδούρι ή κανένα ζώο. «Σαν να ‘μαι παιδάκι είναι όταν κάμω τις δουλειές. Αν και τα πόδια μου πλέον στα μισά αρχίζουν πια και βαραίνουν.». Με τα παιδιά, τους συνομήλικούς του, που έζησαν μαζί και μεγαλώσανε, τα δρομουλάκια που γυρνούσανε και παίζανε, το μαντρί του παππού του που μαζεύονταν δεκαπέντε τσοπάνηδες και είχαν δεθεί σαν ένα για να επιβιώσουν, όλα αυτά, είναι που αγαπάει στο νησί, είναι όλα στην καρδιά του. Τώρα πια, είναι ο πιο μεγάλος στο νησί. Όλη του η παρέα που πέρναγε και τα έπιναν μαζί στο Μικρό Χωριό έχουνε φύγει. Βλέπει τα εγγόνια του τώρα, που δεν τραγουδάνε, δεν βρίσκονται με έναν άνθρωπο να συζητήσουν, να γλεντήσουν, μόνο δουλειά και έγνοια και το ‘χει παράπονο. Στα νιάτα του θυμάται πως και κάθε μέρα αν μπορούσαν, θα στήνανε και από κανένα γλεντάκι μετά τις δουλειές. Και άμα βγαίνανε να κάνουνε καντάδες, βάζανε ένα κρασάκι να πιούνε και ξεκινούσανε το τραγούδι με την ελπίδα, ίσα ίσα, να δούνε την κοπέλα που αγαπούσαν. Ούτε φιλήματα, ούτε κρατήματα, κανένα βλέμμα μονάχα αν μπορούσαν να ξεκλέψουν και ως εκεί επιτρέπονταν. Ο πατέρας του δεν τον άφησε να μάθει την λύρα γιατί φοβόταν μην του κλέψει τα μυαλά και δεν ασχολείται πια με τα ζώα. Την γυναίκα του την γνώριζε από μικρή. Εκείνη δούλευε υπηρέτρια, όπως και πολλά κορίτσια στην εποχή τους. Είχε τα δικά της βάσανα, είχε και εκείνος τα δικά του, την αγάπησε και τον αγάπησε. Κόντεψε να την χάσει δυο φορές ενώ ήταν έγκυος. Εν τέλει όμως, την αποχωρίστηκε αφότου πέρασε μαζί της 62 ολόκληρα χρόνια που χώρια της δεν έκανε. Και τώρα σαν βρει ευκαιρία, κάθεται και διαβάζει βιβλιαράκια, συνάξεις και κάθε λογής προσευχές, μήπως βοηθήσει την ψυχή της Αντωνιάς του, να ανοίξει για εκείνη η Παναγιά τις αυλές της, να την κάνει καμία αγκαλιά μπας και μαλακώσει τα βάσανά της.
«Γιατί δεν ξέρουμε μετά από εδώ πού θα πάμε. Ξέρουμε; Δεν ξέρουμε.»
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά