Η περίπτωση του Κώστα Γεωργούλη δεν είναι και η πιο συνηθισμένη. Μολονότι πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου, επέλεξε να δομήσει το δικό του ονειρόκαστρο στο νησί του αντί να μεγαλουργήσει στο κλεινόν άστυ. Έφηβος για πάντα, επαναστάτης κι οραματιστής, λιγομίλητος όταν κρίνει πως οι ιδέες του δεν θα πιάσουν τόπο, λαλίστατος όμως όταν τον εμπνέει ο συνομιλητής του. Είναι μια cult φιγούρα που δεν καλύπτεται πίσω από ένα ψεύτικο πέπλο σοβαροφάνειας.
Όταν ακόμη σπούδαζε Πολιτικές επιστήμες και Κοινωνιολογία, ο Κώστας κατόρθωσε να κάνει ένα ταξίδι ζωής με συμφοιτητές του στην Κούβα. Διηγείται πως πήγε εκεί έχοντας μαζέψει χρήματα από οικοδομικές και γεωργικές εργασίες και πως έμεινε για έναν χρόνο με τους φίλους του μαζεύοντας ζαχαροκάλαμα, εργασία για την οποία ανταμείφθηκαν απλώς με τη δωρεάν διαμονή και διατροφή τους. «Εκεί έμαθα να ζω απλά και να γιορτάζω κάθε στιγμή της ζωής» δηλώνει με νοσταλγία, ενώ συνεχίζει λέγοντας «το κράτος υποστηρίζει όλους τους ανθρώπους• μπορεί να μην έχουν πολλά, αλλά δεν ονειρεύονται το Big Deal. Είδαμε κι εμάς πού μας οδήγησε».
Μετά από αυτό το ταξίδι επέστρεψε στο νησί κι έκτοτε δεν ταξίδεψε ποτέ ξανά. Ποτέ και πουθενά. «Ξέρεις, όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται μοιάζει με γελοιογραφία, γι’ αυτό δεν ήθελα να πάω ξανά στη Κούβα», λέει. Άλλωστε, μετέφερε όλη τη φιλοσοφία, τον αέρα και το άρωμά της στο μπαράκι του, το «Κάστρο», που έστησε εντέχνως στη Σίφνο, ένα καταφύγιο στο οποίο φιλοξένησε όλες του τις μνήμες, τα οράματα και τις ιδέες, και όπου εδώ και 29 χρόνια περνάει τις ημέρες και τις νύχτες της ζωής του, όπως ο ίδιος λέει, χειμώνα – καλοκαίρι. Το καλοκαίρι έχει κόσμο και πολλή δουλειά, ενώ η έλευση του χειμώνα θα σημάνει για τον Κώστα ψάρεμα και ενασχόληση με τη γη, τα κτήματα, τις ελιές και τα ζώα, διάβασμα και άκουσμα μουσικής, από ρεμπέτικα και Θεοδωράκη έως κουβανέζικα.
Στους τοίχους του «Κάστρου», δεσπόζουν η σημαία της Κούβας, φωτογραφίες του Φιντέλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα, συνθήματα, αγωνιστικοί χαιρετισμοί και ύμνοι στην ελευθερία. Διακοσμητικά του στοιχεία είναι διάφορα αντικείμενα επανάστασης, στοίβες από άδεια μπουκάλια Havana Club μέσα σε καρότσια μεταφοράς οικοδομικών υλικών, ξένα χαρτονομίσματα, υπογραφές και σχόλια πελατών, δημοσιεύματα του ξένου τύπου και μια κατακόκκινη τουαλέτα. Την αισθητική του συμπληρώνουν σπασμένα πήλινα αγγεία ως τασάκια, κουρελούδες στρωμένες για να κάθεται ο κόσμος στα λευκά πεζούλια κι ένα βουνό από άδειες φιάλες κουβανέζικου ρούμι που πρωταγωνιστεί στην αυλή. Όταν ο Κώστας ερωτήθηκε γιατί ο Τσε και ο Φιντέλ, εκείνος απάντησε «γιατί ο Τσε πέθανε γι’ αυτό που πίστευε και ο Φιντέλ έζησε πενήντα χρόνια με αυτό που πίστευε».
Ο Κώστας δημιούργησε κάτι σαν αυτοσχέδιο μουσείο για τους δύο ήρωές του, ενώ παράλληλα μοιάζει με μυστική κρύπτη σε κάποιο ακατοίκητο νησί στην Καραϊβική θάλασσα. Έχει ορθώσει το δικό του κάστρο κι έχει περιχαρακωθεί μέσα σ’ αυτό, ζώντας με τις δικές του αναμνήσεις, τα όνειρα και τις ιδέες μιας επανάστασης στην οποία δεν είχε την τύχη να συμμετάσχει. Είναι όμως περήφανος για την ιστορία κι αν μη τι άλλο η αισιοδοξία πλαισιώνει τη ματιά του ψιθυρίζοντας “hasta la victoria siempre!”
Κείμενο: Αγγελική Ιλιοπούλου