Όταν ο κυρ Γιάννης τελείωσε το Δημοτικό, ο πατέρας του τον πήγε στα δώδεκά του σε έναν τεχνίτη ναυπηγοξυλουργικής στα Κατάπολα για να μάθει να φτιάχνει βάρκες. Έμεινε κοντά σε αυτόν μόνο δύο χρόνια, γιατί δεν μπορούσε να πάρει ούτε μία σοκολάτα μετά από τόση δουλειά, λέει, κι ένα παιδικό παράπονο ξεπηδάει μέσα απ’ τον χρόνο. Ονειρευόταν να πάει στα καράβια και τ’ όνειρό του πραγματοποίησε η μεσολάβηση ενός εξαδέλφου του, χάρη στην οποία και πήγε ως πλήρωμα στη θαλαμηγό «Χριστίνα» του Ωνάση. Έτσι, στα δεκατρία του χρόνια βγάζει το ναυτικό φυλλάδιο στη Σύρο κι έναν χρόνο αργότερα εργάζεται ως καμαρότος στη θαλαμηγό του Έλληνα μεγιστάνα στο Monte Carlo. Η «Χριστίνα» διέθετε τότε πλήρωμα πενήντα ατόμων, Γάλλων για την κουζίνα και Ελλήνων για τα υπόλοιπα. Ο ίδιος υπήρξε για έξι χρόνια υπεύθυνος για τον προσωπικό χώρο του Ωνάση. Το 1962, στα 17 του, συνάντησε κοσμοϊστορικά πρόσωπα της τέχνης και της πολιτικής, την Μαρία Κάλλας και τον Churchill με έναν πρίγκιπα που είχε παντρευτεί την αδελφή του Kennedy.
Όταν πήγε να υπηρετήσει το ναυτικό, μετά από 40 ημέρες τον κάλεσε ο ναύαρχος σπίτι του για να τον κάνει καμαρότο και μάγειρα. Εκεί υπηρέτησε για 25 μήνες στο σπίτι του ναυάρχου, τον οποίο, όμως, συνέλαβαν στη δικτατορία για αποστασία. Για να απολυθεί ο κυρ Γιάννης πήγε στον Βοτανικό και όταν τον έβαλαν σκοπιά, εκείνος από συνήθεια έφυγε αφήνοντας το όπλο στην σκοπιά. Στα 25 του επέστρεψε στην Αμοργό κι από τότε δεν ξανά έφυγε από το νησί, δίνοντας μεγάλη χαρά στον πατέρα του. Μελανό της προσωπικής του ζωής είναι το γεγονός πως σχιζοφρένεια έπληξε την πρώτη του γυναίκα, στο πλάι της οποίας και στάθηκε επί δέκα χρόνια στο Δαφνί. Όμως παντρεύτηκε ξανά μία γυναίκα από την Αστυπάλαια.
Αν και ταξίδευσε στο εξωτερικό, η δυσκολότερη στιγμή του στη θάλασσα έλαβε χώρα στο λιμάνι της Αμοργού, όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει χειμωνιάτικη θύελλα με άνεμο έντασης 10 μποφόρ. Όταν προσπάθησε να βγάλει το σκάφος από το νερό για να μην αναποδογυρίσει, το αντίκρισε χωρίς τιμόνι, με ένα κουπί και άλμπουρο. Ήταν δύο η ώρα τη νύχτα και το ρεύμα τους έπαιρνε προς τα μέσα, στα βράχια. «Τιμόνεψε», όπως λέει με γλώσσα ναυτική, το άλμπουρο, αλλιώς θα είχαν πνιγεί.
Σήμερα, και σχεδόν στα 80 του χρόνια, δεν έχει καημό τη θάλασσα και υπήρξε τόσο δραστήριος που έφτιαξε πολλά. Και μολονότι παρήλασαν μπροστά από τα νεανικά του μάτια κοσμήματα, ακριβά ρούχα, πούρα, ποτά κι ό,τι άλλο συνόδευε την πολυτελή ζωή του Ωνάση και της Κάλλας, ποτέ δεν είχε βλέψεις για περισσότερα από όσα απέκτησε. Φρόντισε στη ζωή του να εξασφαλίσει όσα χρειάζεται. Δεν έχει ανάγκη τα χρήματα, λέει χαρακτηριστικά, καθώς «έχει κάνει το κουμάντο του». Μετά από τη θέαση τόσης χλιδής, εκείνος έχει την ανάγκη να πηγαίνει για ψάρεμα, «γιατί αυτό είναι η ζωή του», δηλώνει κατηγορηματικά, απλά και απέριττα.