«Κυρά Ρηνιώ!» φωνάζει ο καπετάνιος από το σκάφος όσο το γυρνάει ανάποδα να ρίξουμε άγκυρα και να δέσουμε σκοινί από την άλλη να κρατάει αντίσταση σε μικρό κόλπο ανάμεσα σε γκρέμια. Μπαίνουμε σε βαρκούλα και κάνουμε κουπί μέχρι το σπίτι της, μας περιμένει στη βεράντα, που γλύφει το κύμμα τα σκαλοπάτια, με τα χέρια πίσω από τη πλάτη σαν στρατηγός και με το πιο παιχνιδιάρικο χαμόγελο σαν να ξέρει κάποιο μυστικό, πειρατίνα. Στο κάδρο πάνω από το κρεβατάκι της η τιμητική διάκριση αναγράφει ‘Μοναδική κάτοικος της Κινάρου’. ‘Εχει χρόνια να φύγει από το νησί εκτός από την 21η Νοεμβρίου 2022, της Παναγιάς, που ήρθε ελικόπτερο με συνοδεία στρατού για Αθήνα να την παρασημοφορήσουν. Από 8 ημερών ήρθε στο νησί, από 5 χρονών στα ζώα. Το ‘45 όταν τελείωσε η κατοχή, υπήρχαν 8 οικογένειες στο νησί τότε. Το ‘60 φύγανε και δε ξαναγύρισε κανένας τους να μείνει.
Το 70 μέχρι και το 85, 15 ολάκερα χρόνια, ζούσε στο Ντάργουιν της Αυστραλίας με την οικογένειά της. Την ρωτάμε τι θυμάται από τη ζωή της εκεί και μας περιγράφει έναν τυφώνα «εκεί που πίναμε κάφε, ωπ! πάει η σκεπή, έφυγε». Θυμάται πόσο δύσκολα πέρασε με το σεισμό το ‘56, η παλίρροια έφτασε μέχρι πάνω το αμπέλι, κάλυψε όλο το λιμάνι. Και το ‘15 όταν έπεσε ελικόπτερο του Ελληνικού στρατού με 3 επιβάτες, πίσω από το βουνό. ‘Ηταν μόνη της στο νησί και την ξύπνησε ο θόρυβος και η μυρωδιά, όσα αντίκρυσε από τα συντρίμια «σαν κόλαση μου φάνηκε». Κάνανε απογραφή των νησιών δια τηλεφώνου για να μη τους καταγράψουν και να βάλουν ανεμογεννήτριες. Ο Παπασαράντης τους σταμάτησε και αναγκαστήκανε να ελθούνε από κοντά να απογράψουν την αφεντιά της. Τη ρωτάμε αν θα ήθελε άλλους κατοίκους. «Γιατί σκέφτεσαι να έρθεις?» Εσύ ναι, παλαβούς δε θέλω για γείτονες. Τον πολύ κόσμο δεν τον μπορώ, «δε γνωριζόμαστε πια».
Μας λέει για το καλοκαίρι που κάνει πολύ ζέστη και για το χειμώνα με τους καιρούς και τις βροντές και το ρεύμα που κόβεται, τα ηλιακά συστήματα τα έφτιαξε ο στρατός αλλά όταν συννεφιάζει. Τότε είναι που δίνει άλλο ορισμό στη μοναχικότητα. Γέμισε ντομάτες ο μπαξές, κάποτε έβγαζε περισσότερα λαχανικά τώρα τα τρώνε οι ποντικοί αλλά έρχεται το καίκι 2 φορές το μήνα με προμήθειες. Της δώσανε δώρο ένα μαχαίρι «αρνί σφάζει?», τη ρωτάνε γιατί δεν φοράει τα καινούρια παπούτσια που της έφεραν «για να μη χαλάσουνε». ‘Εχει παραγγείλει θηλυκό γαιδούρι, γιατί τα αρσενικά κλωτσάνε. «Δε με πειράζουνε τα ζωντανά, καταλαβαινόμαστε». Για άλλα ταξίδια τη ρωτάμε αν σκέφτεται και μας απαντά «όπου και να πάω σκεφτόμαι το νησί, όπου και να πάω αυτό το νησί είναι το πιο ωραίο».
Κείμενο: Μαριάννα Πατεράκη