Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, τότε που ακόμη ζούσε με την οικογένειά του στην Ελβετία, όταν έφυγε από το σπίτι πάνω στην μοτοσυκλέτα, για να βρει ένα από εκείνα τα 20άρια πακέτα με τα τσιγάρα που κάπνιζε. Η μοτοσυκλέτα του ήταν μοντέλο γρήγορο και εκείνος ήξερε πώς να λύνει και να δένει ένα τέτοιο μοντέλο, με τα ίδια του τα χέρια.
Με μια πρόσκληση σε κόντρα μέχρι τη Βασιλεία για αφορμή, σκέφτηκε πως ώσπου να πάει και να γυρίσει, η γαλοπούλα ακόμη θα ρόδιζε στο φούρνο. Από τη Βασιλεία ως το Παρίσι, ίσα να δουν το «εργαλείο» δυο τρεις φίλοι Γάλλοι, θα επέστρεφε σπίτι του πάνω στην ώρα για το τραπέζι.
Στη ζωή, το ένα φέρνει το άλλο, και τα δύο λειψά τσιγάρα που είχαν μέσα τα πακέτα από τον αυτόματο πωλητή, έγιναν η αφορμή να φτάσει εκείνος ως την Βόρεια Καρολίνα, συνεπαρμένος συθέμελα από την δίψα του ράλι. Η παραμονή Πρωτοχρονιάς, θα βρει εν τέλει την οικογένειά του να πετάει ως το Λος Άντζελες, για να τον συναντήσει και να φάνε επιτέλους παρέα εκείνη την γαλοπούλα.
Τη μισή του ζωή την πέρασε πάνω σε μία Χάρλευ και την άλλη μισή μέσα στη θάλασσα. Νοσταλγός των απέραντων δρόμων, εκείνων που κάνουν τον ορίζοντα να μοιάζει σχεδόν με άπιαστο όνειρο, τους άφησε πίσω του για να «δέσει» σε ένα καρνάγιο της Χαλκίδας.