Ο Μεταξάς ανήκει σε εκείνους τους ανθρώπους που αν και οι Μοίρες δεν χόρευαν πάνω από την κούνια τους, εκείνος σε πείσμα όλων έγινε ένας σκληρός βιοπαλαιστής που θέριευε τις φουρτούνες στα βαπόρια. Όπως εκείνη που τον στιγμάτισε στο ταξίδι από την Ιταλία στη Νέα Υόρκη και δε λέει να ξεριζώσει απ τη μνήμη του.
Τη δεκαετία του 1970 γνωρίζει τη γυναίκα του και μαζί κινούν για τον Πειραιά, χωρίς να υπολογίζουν ωστόσο τα σχέδια της θάλασσας που τους καλεί πίσω στη Σαντορίνη, όπου και ανοίγουν την ταβέρνα «ο Παράδεισος». Η αεικίνητη φύση του τον στρέφει παράλληλα στην κτηνοτροφία και την οινοποιεία, με το δυσάρεστο γεγονός της κλοπής των 750 κιλών κρασί από τους συντοπίτες του να αποτελεί την πιο απογοητευτική στιγμή της καριέρας του.
Ο Μεταξάς, όμως, και πάλι δεν πτοείται. Συνεχίζει, επιμένει να ζει με μεράκι, να απολαμβάνει και ανακαλύπτει συνεχώς το νησί απ την αρχή πλάι στη γυναίκα της ζωής του και στον Πίτσα, τον αξιολάτρευτο σκύλο τους.