Η κυρά Ειρήνη γεννήθηκε στον Άγιο Δημήτρη τον Χαϊχούτο, μεγάλωσε στην Τζιά και παντρεύτηκε στην Κω και στην καρδιά νιώθει σπίτι της τ’ Ασφενδιού.
Στην Τζιά βρέθηκαν για τις δουλείες του μπαμπά της, και έμειναν εκεί από τον πρώτο χρόνο μετά την γέννησή της ως και τα δεκαπέντε της. Ο δάσκαλός της στην Τζιά της έμαθε να αγαπά, να λέει καλημέρα και να σέβεται. Το 1968 επέστρεψαν στην Κω, και σε έναν γάμο που σηκώθηκε μαζί με τις κοπέλες να χορέψουν τη νύφη, την είδε ο άντρας της. Μέσα σε μερικούς μήνες εκείνος την γύρεψε στους γονείς της και εκείνη επαντρεύτηκε τον Θοδωρή.
Ευχαριστεί τον Θεό που της έστειλε έναν άντρα τίμιο, εργατικό, καλό σαν άνθρωπο και σαν πατέρα, που μαζί έκαναν τέσσερα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, και αυτά γινήκανε τα πλούτη τους και οι θησαυροί τους.
Μέσα στα δύσκολα χρόνια, το 1970, έφυγαν ζευγάρι για την Γερμανία, να δουλέψουν σε μια εταιρεία ελαστικών, όμως μια ασθένεια του πρώτου τους παιδιού, τους έφερε πίσω, επιστρέφοντας εκείνος στις αγροτικές δουλειές του και εκείνη στο νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών.
Το 1981 νοικιάσανε το καφενείο στο Ασφενδιού. Ένα χωριό μεγάλο και πλούσιο, που ανέθρεψε γενιές και γενιές με εμπιστοσύνη και αλληλοβοήθεια ανάμεσα στους ανθρώπους, χουβαρντάδικο και ανοιχτόκαρδο, που δεν του έλειπε τίποτα. Τα σπίτια όλα λευκά σαν χιόνι και οι αυλές γεμάτες τριανταφυλλιές να γεμίζουν τον τόπομε τ’ αρώματά τους.
Το καλοκαίρι συνεπέρνανε στον κάμπο οι συγχωριανοί. Βάζανε τις ντομάτες, τις καρπούζες τους, κριθάρια και σιτάρια, φρόντιζαν τα αμπέλια τους και σαν ερχόταν ο Οκτώβρης συνεπέρναν πάνω πάλι στο χωριό. Στα τέλη του ιδίου μήνα, σφάζανε τους χοίρους που είχαν θρέψει όλο το καλοκαίρι, βράζανε πλιγούρι και φώναζαν όλητη γειτονιά για να το μοιραστούν. Ήταν όλοι μια οικογένεια σε όλες τις γιορτές, γέμιζε το χωριό ζωντάνια σαν ακολουθούσαν τα έθιμα που τους μεγάλωσαν οι παππούδες τους.
Σήμερα το χωριό εγκαταλελειμενο ερειπώνει μπροστά στην δύναμη του τουρισμού, που τράβηξε τους ανθρώπους προς τη θάλασσα.
“Οι παππούδες μας εκείνα τα χρόνια είχαν ένα αμπελομάχαιρο, ένα πριόνι, μια τσάπα και έλαμπε όλη η Κως. Τώρα που έχουμε χιλιάδες μηχανήματα, έχει γίνει μια ζούγκλα και δεν μπορείς να περπατήσεις. Φοβάσαι τα πάντα. Περνάει το χρήμα και όχι η αγάπη.”