You are currently viewing ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΚΗΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΚΗΣ

    ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ:

Από παιδί διάλεγε να κοιμάται στη σάλα με τους χρωματιστούς τοίχους και τις ζωγραφιστές λεπτομέρειες. Απ’ το παράθυρό της φαίνονται οι τρεις πεζούλες και το Ικάριο. Κάθε φορά που ο Κώστας Γάκης επιστρέφει μέσα εκεί, επιστρέφει μαζί του το παιδί και ο έφηβος που μεγάλωσαν εδώ μέσα. Τον κοιτάνε και του θυμίζουν όσα ίσως δεν έκανε όπως εκείνοι φανταζόταν, αλλά του δείχνουν κατανόηση και του σκάνε ένα κλεφτό χαμόγελο.

Ο τρόπος που μιλά για την Ικαρία ξεχειλίζει τρυφερότητα και αγάπη. Είναι για εκείνον ο τόπος των πιο ζωηρών αναμνήσεών του. Αναμνήσεις που τις περιγράφει με τέτοια γλαφυρότητα, λες και συνέβησαν μόλις χτες. Όποτε έρχεται πλέον, χρειάζεται πέντε ημέρες για να αφήσει την Αθήνα να φύγει από πάνω του και έπειτα αρχίζει και πάλι να λειτουργεί η μακρά διάρκεια των πραγμάτων , όπως λέει. Παρατηρεί. Πώς αλλάζει η θάλασσα, πώς αλλάζει ο αέρας και θυμάται την γιαγιά, με την αρχαία γνώση των πραγμάτων, να προειδοποιεί πως έρχεται μπουρίνι, παρότι ακόμη ο ήλιος καίει στον ουρανό, και μέσα σε λεπτά γεννιέται θεομηνία.

Η πρώτη του μνήμη, από τότε που ήταν πολύ πολύ μικράκι, περίπου ενός έτους, ήταν όταν τον άφησαν για εννέα μήνες με την γιαγιά Αντιγόνη. Αχ η γιαγιά Αντιγόνη, το Α και το Ω στη ζωή του. Εκείνη που του έμαθε αρχαία ελληνικά. Η γιαγιά Αντιγόνη, η κόρη του Γιατροκωσταντή, που πέρασε φιλολογία στην Θεσσαλονίκη και όταν ήταν να φύγει για να σπουδάσει, ξημέρωσε η 28η του 1940, και έτσι δεν έφυγε τότε. Που εν τέλει σπούδασε στην Πάντειο και ήταν ένας βαθειά μορφωμένος άνθρωπος. Που του έλεγε ένα ποίημα που τ’ αγαπούσε πολύ, τον Λύχνο. Μιμούμενος την γλυκιά φωνή της ηλικιωμένης του γιαγιάς απαγγέλει:

Πόσοι χειμώνες πέρασαν και πόσα καλοκαίρια
Και απόμεινε η αγάπη μας ολάκερη και ακαίρια
Θαρρώ πως σε πρωτόδα χθες, πως τώρα σε πρωτόδα
Πως τώρα πρωτομύρισα τα ευωδιαστά σου ρόδα
Πως τώρα πρωτοχάδεψα τα ξέπλεκα μαλλιά σου
Και τα φιλιά τ’ ατέλειωτα, φιλιά μου και φιλιά σου
Όλα είναι πρώτα αγάπη μου, σαν πρώτα μας μεθάνε
Και το στερνό μας το φιλί και εκείνο πρώτο θα ‘ναι
Τι και αν διαβαίνουν οι καιροί, τι κι αν περνούν οι χρόνοι
Παλιώνει ο λύχνος μα ποτέ το φως του δεν παλιώνει

Και σαν τέλειωνε την απαγγελία θυμάται την γιαγιά να αναρωτιέται, «Του Πολέμη είναι, του Παλαμά είναι; Δεν εθυμούμαι», πάντα ο ίδιος επίλογος!

Με το σπίτι της γιαγιάς του είναι συνδεδεμένη η ψυχή του. Όλες οι αναμνήσεις που έχει συνδέσει με αυτό το σπίτι κουβαλούν μία μυσταγωγία. Εδώ ένιωθε πάντα πως οι νεκροί είναι παρόντες με έναν τρόπο τρυφερό, παρά τρομακτικό. Τους αισθάνεται δίπλα του αγαπημένους και γεμάτους με ένα χιούμορ απέναντι στις καταστάσεις της ζωής.

Όταν χτίστηκε αυτό το σπίτι, είχε πέσει έξω ένα καράβι, ναυάγησε, και ο Γιατροκωσταντής τους κοίμησε όλους, δέκα ανθρώπους, στο σπίτι τούτο για μια- δυο βδομάδες, ώσπου να βρούνε μπάρκο για να φύγουν. Και άλλη φορά πάλι, είχε φιλοξενήσει τριάντα ανθρώπους που ξώμειναν με μια κακοκαιρία στον Εύδηλο. Αυτό το σπίτι είναι ένα σπίτι φάρος, πάντα ανοιχτός σε όσους είχαν ανάγκη τη στέγη του. Ο θείος του συνήθιζε να του λέει μια ιστορία για έναν φάρο στο μπαλκόνι του σπιτιού αυτού, που αργότερα έδωσε έμπνευση στον Κωστή για ένα από τα θεατρικά του έργα.

Τα καλοκαίρια του ήταν πάντα γεμάτα από Ικαρία. Θάλασσα, μονοπάτια, κιθάρες και φίλους. Τα Χριστούγεννα πάλι ερχόταν στην Ικαρία με φίλους και καλαντίζανε τις νύχτες με τα όργανα από σπίτι σε σπίτι. Θυμάται και μια φορά που είχε νοτιά, πήρανε τα όργανα και κάτσανε στην άκρη του λιμανιού και λέγανε τα κάλαντα στη θάλασσα και έπαιρνε ο αέρας τις φωνές τους και τους τις γυρνούσε πίσω, ν’ χαίρονται τα ίδια τους τα κάλαντα.

Μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του, παραδέχεται πως την έζησε εδώ. Κατέβαιναν ποδαράτοι από το πανηγύρι της Ακαμάτρας με τον αγαπημένο του φίλο Γιώργο Φουντούκο, κουβαλώντας ακόμη την έξαψη από το τελευταίο Πιπέρι που είχαν χορέψει και κουβεντιάζοντας για όνειρα και κορίτσια του καλοκαιριού, ενώ η αυγή είχε πάρει να ζυγώνει. Σαν έφτασε στο σπίτι, ξάπλωσε στο πάτωμα, μιας και όλα τα κρεβάτια ήταν και πάλι κατηλλειμένα από φιλοξενούμενους, και σαν αποκοιμήθηκε, είδε την ψυχή του να βγαίνει από το σώμα και να ανεβαίνει ψηλά, σε ένα παράθυρο του σπιτιού, για να πετάξει επάνω απ’ το χωριό ευτυχής και γεμάτος, μέχρι να επιστρέψει και πάλι στο σώμα, προκαλώντας τον τελευταίο αναπαλμό της εμπειρίας που αφήνει ένα γνήσια βιωμένο πανηγύρι.

Η ιεροτελεστία κάθε πανηγυριού στην Ικαρία, ξεκινάει με την πομπή στον δρόμο προς το χορό όπως λέει. Το οτοστόπ είναι κομμάτι αυτής, και πάντα κάποιο αυτοκίνητο ή κάποιο φορτηγό με καρότσα θα βρεθεί φορτωμένο γνωστούς και αγνώστους και εκεί πάνω θα ξεκινήσουν τα προεόρτια με τραγούδι. Όταν όμως ηχήσει από μακριά η νότα απ’ το βιολί, τότε σωπαίνουν οι φωνές και ξεκινά η μυσταγωγία. Παρότι δεν πίνει αλκοόλ, μέσα στον χορό, κοιτώντας τα πλατάνια τον γεμίζει η πιο αγαπημένη του μέθη, η μέθη της ευγνωμοσύνης για την ζωή. Γιατί εκεί κρύβεται η ευτυχία, και όχι στο χρήμα, έτσι του ‘μάθαν εδώ στην Ικαρία. «Η σμέρνα δεν πλήρωσε ποτέ της νοίκι για την ξέρα, ούτε για το αιθέρα η κουφιογερακίνα. Όμως ο άνθρωπος που πάντα μεγαλοπιάνεται, είναι το μόνο ον πάνω στη γη που πληρώνει για να μένει σε αυτήν.»

Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά