Μια μέρα ο Δίας οργίστηκε τόσο πολύ με την Ήρα που έριξε με φόρα τον Ήφαιστο κι αυτός γκρεμίστηκε στη Λήμνο. Άνθρωποι του νησιού τον περιέθαλψαν κι αυτός γι’ αντάλλαγμα τους έμαθε την τέχνη της μεταλλουργίας. Εδώ βασίλευσε ο Θόας, ο γιος του Διονύσου και της Αριάδνης, μα και η κόρη του Υψιπύλη που σμίγει με τον Ιάσονα όταν αυτός κι οι Αργοναύτες στον δρόμο τους για το χρυσόμαλλο δέρας σταθμεύουν στο νησί. Εδώ, πριν από την άφιξη των Αργοναυτών, οι Λήμνιες κατέσφαξαν όλον τον ανδρικό πληθυσμό του νησιού μετά την προδοσία τους και μόνη η Υψιπύλη φυγάδευσε γλιτώνοντας τον Θόαντα. Εδώ, στον Τρωικό τον πόλεμο, οι Έλληνες παράτησαν τον Φιλοκτήτη σαν φίδι του δάγκωσε το πόδι κι αυτός από τους πόνους ούρλιαζε.
Γεννημένος το 1943 κι οκτώ μόλις χρονών ο Φώτης ήταν στη Λήμνο βοηθός αλιέων. Δέκα χρόνια αργότερα θ’ ακούσει για μια δουλειά στη Βόρειο θάλασσα, όπου και πήγε. Κι εκεί που νόμιζε πως θα’ βγαζε ψαράκια απ’ το νερό κοιτάζοντας το μπλε του ουρανού, η μοίρα του επεφύλαξε να πιάνει ρέγγες με βαρυποινίτες σε δρομολόγια θανάτου. Βλέποντας ανθρώπους να χάνονται στην μάχη με την άγρια θάλασσα του φάνηκε πως άκουγε το ουρλιαχτό του Φιλοκτήτη, πως άκουγε τις φωνές κατά τη σφαγή των ανδρών.
Η ζωή του θα πάρει εντελώς άλλη κατεύθυνση στα 25 του, όταν θα ασχοληθεί με την επεξεργασία γούνας, ενώ έχοντας μάθει την τέχνη θα ανοίξει στη Γερμανία το δικό του κατάστημα με γούνες και θα μείνει εκεί για 11 χρόνια. Ο ίδιος χαρακτηρίζει αυτά τα χρόνια ως τα δυσκολότερα και τα ωραιότερα, τα φτωχότερα και τα πλουσιότερα. Λίγο ο Διόνυσος με το κρασί, λίγο ο Ιάσονας με τις ερωτικές του περιπέτειες, λίγο το χρυσόμαλλο κριάρι, ως και ο πόνος του Φιλοκτήτη, ως μνήμες της γενέτειράς του, θα βγουν από τον μύθο στο φως και θα ορίσουν περιέργως τη ζωή του, αφού κι αυτός θα ζήσει τη δεκαετία του 70 στη μακρινή Γερμανία πολλούς έρωτες, ξενυχτώντας και διασκεδάζοντας σε καταγώγια που σιωπούσαν για ν’ ακούσουν την Πόλυ Πάνου, τη Σοφία Βέμπο, τη Σωτηρία Μπέλλου κι άλλες θρυλικές φωνές.
Τα χρόνια περνούν, οι καπνοί, οι μουσικές, τ’ αμάξια θα μείνουν για πάντα σαν ένα αόρατο γλυκό πέπλο, γλυκύτερη όμως θα σταθεί η νοσταλγία της μάνας γης. Έτσι, νιώθοντας ευγνωμοσύνη απέναντι στη ζωή την ίδια που του περιέθαλψε τις πληγές από τις πτώσεις και τις δυσκολίες του, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη στη δική του Υψιπύλη που τον έσωσε από τον θάνατο, θ’ ανοίξει το 1990 μαζί με την οικογένειά του στον Άγιο Ιωάννη της Λήμνου τα Ηλιοβασιλέματα, ταβέρνα όπου έκτοτε κύριο μέλημά του θα είναι να μην πεινάσουν οι γατούλες, αυτά τα αιλουροειδή που σε λιώνουν με τα νάζια τους.