Αυτή η Άνοιξη δεν θα σταματήσει να μας πληγώνει, διαλέγοντας από κοντά μας τους ωραίους μας ανθρώπους, ανοίγοντας προκλητικά τις πύλες του παραδείσου για τους ανθρώπους που έδωσαν νόημα στα άνθη της και στις πιο επαναστατικές λέξεις μας: στην αξιοπρέπεια και την ανιδιοτέλεια.
Η κυρά Ελένη, η κυρά της Σύρνας, μαζί με τον πατέρα της, τον Σαμψάκο, επέλεξαν το 1947 που οι καρδιές μαυρίζαν από το δηλητήριο του ρατσισμού, να απαντήσουν με ό,τι γνώριζαν καλύτερα: με φως. Και έτσι μαζέψανε από τη θάλασσα 785 Εβραίους, θύματα που επέζησαν από τη φρίκη των ναζί, που προς την πορεία τους προς Παλαιστίνη, το αδέξιο ατμοκίνητο «Αθηνά» τους βύθισε στο ραξοβόλι της Σύρνας.
Και το πενιχρό τους τραπέζι αντιστάθμιζε η απέραντη καρδιά μιας οικογένειας που έπραξε το αυτονόητο.
Χρόνια αργότερα, η γλυκιά κι αρχόντισσα κυρά Ελένη άραξε στο παλιό λιμανάκι της Αστυπάλαιας και άνοιξε εκεί ένα μικρό ψιλικατζίδικο, τιμώντας την ιστορία της και τις ρίζες της, ονομάζοντάς το «Το Ραξοβόλι του Σαμψάκου στη Σύρνα». Καλωσόριζε τους νέους επισκέπτες με ένα πλατύ χαμόγελο, μοίραζε ό,τι είχε στα παιδιά, σε φώναζε για ένα καφέ, μετατρέποντας τις διακοπές σου σε μια πραγματική μυσταγωγία, όπου η ιστορία και το συναίσθημα κατέκλυζαν το είναι σου. Στο μικρό ψιλικατζίδικο της είχε πάντα μια σημαία ελληνική και μια κυπριακή.
«Γιαγιά εμείς από την Κύπρο ήρθαμε», της είπαμε κι εκείνη έσκυψε, δάκρυσε και μας αγκάλιασε όπως μόνο οι γιαγιάδες ξέρουν να αγκαλιάζουν.
Η κυρά Ελένη, η κυρά της Σύρνας, η γιαγιά της Αστυπάλαιας και του Αιγαίου, μας άφησε ετούτην την άνοιξη, που ανάσα δεν μας αφήνει να πάρουμε.
Μα εμείς θα αναπληρώνουμε μόνο με καμάρι την απουσία της, μόνο με φως.
Καλό ταξίδι γιαγιά Ελένη.