Συστήνεται ως ο Δημήτρης ο Σταβλάς του Κωστάντινου, που γεννήθηκε στο Βαθύ το 1931 και εκεί μεγάλωσε. Πρώτη του φορά, έφυγε από το Βαθύ στα έξι του και όταν αντίκρισε τους μύλους και το κάστρο της Αστυπαλιάς, δεν πίστευε στα μάτια του. Νόμιζε πως ήταν ένας άλλος κόσμος. Και αν απ’ το Βαθύ άργησε να βγει, απ’ το νησί δεν έφυγε ποτέ του, μια ολόκληρη ζωή. Ο πατέρας του ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, που γύρεψε να φτιάξει για την οικογένεια που ήθελε να δημιουργήσει ένα μέλλον πιο γλυκό απ’ το δικό του. Έτσι, αφότου έσμιξε με την γυναίκα του, μετακόμισαν στο Βαθύ, όπου βρέθηκε στη δούλεψη και συμπορεύτηκε στη γεωργία με έναν άνθρωπο καλό, όπως λέει ο κύριος Δημήτρης. Έτσι μεγάλωσε τέσσερα κορίτσια και τρία αγόρια, χωρίς να τ’ αφήσει να πεινάσουν ούτε μέρα.
Όσο το νησί ήταν επιταγμένο από τους Ιταλούς και σαν πάτησαν οι αδερφές του τα δέκα, ο πατέρας τους σταμάτησε να στέλνει τα κορίτσια στους φαντάρους, και φόρτωνε η μάνα τον Δημήτρη επάνω στο μουλάρι, φόρτωνε και το νερό και του ‘μαθε να πηγαίνει μονάχος του επάνω στο Καστελλάνο. έμεναν. Οι κάτοικοι του νησιού ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν στους 200 Ιταλούς στρατιώτες, που είχαν φτιάξει τα γραφεία, τις παράγκες και τα μαγειρία τους εκεί, εκτός απ’ όλα τα άλλα τρόφιμα και πόσιμο νερό που κουβαλούσαν με τα ζωά μέχρι το Καστελλάνο. Τον είχαν μάθει τον Δημήτρη κάποιοι από τους Ιταλούς, γιατί σαν κατέβαιναν στον κάμπο να γυρέψουν απ’ την μάνα του λάδι, σύκα ή αυγά, τον έβλεπαν, τον ξέρανε. Έτσι, σαν ξεπρόβαλε πάνω στον λόφο και τον καταλάβαιναν εκείνοι, του φωνάζανε καθώς λέει «Έι Δημήτριο, κόμε στάι!». Τον άρπαζαν τότε και τον κατέβαζαν απ’ το μουλάρι, μιας και ήταν ακόμη μονάχα έξι χρονών παιδί, και τον έμπαζαν στην κουζίνα μαζί τους. «Μου κόβανε τότε μισό πανιόλο, ψωμί, το άνοιγαν και το γεμίζανε μέσα σάλτσα με κρέας, γιατί η μανία τους ήταν η μακαρονάδα. Μου το ‘διναν και μου φώναζαν Μάντζα, μάντζα!». Ξεφόρτωναν το μουλάρι, έβαζαν επάνω τα άδεια βαρέλια, ανέβαζαν και τον Δημήτρη και του έλεγαν αντιάμο. Θυμάται με κάθε λεπτομέρεια την εμπειρία της Ιταλικής κατοχής, του πολέμου, τον φόβο των Γερμανών, που δεν διστάζανε να σκοτώσουν όποιον έβλεπαν μπροστά τους και δεν τους μαρτυρούσε πού κρύβονταν οι Ιταλοί, αλλά και την συσπείρωση των ανθρώπων του νησιού και την έγνοια του ενός για τον άλλο απέναντι στον ξένο ζυγό.
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά