«Ήμουν ο φαρμακοποιός, o έμπορας, ο ταχυδρόμος, τα πάντα εγώ». Με το «Δελφίνι» του από το 1977 εξυπηρετούσε μέχρι και το 2004 τα νησιά των Αρκιών και το Μαράθι, μεταφέροντας από την Πάτμο όσα είχαν ανάγκη οι οικογένειες. Όταν μετά από 42 χρόνια πούλησε το σκάφος λόγω παλαιότητας, το αποχαιρέτησε, το φίλησε, αλλά δεν άντεξε να το δει να φεύγει από το νησί και έτσι εκείνο το πρωί δεν κατέβηκε στο λιμάνι, έστειλε αντ’ αυτού τον γιό του.
Από τα δέκα του μπήκε στην θάλασσα μονάχος του ο Δημήτρης Γρύλλης, με την λάντζα που του είχε εμπιστευθεί ο πατέρας του να μεταφέρει τουρίστες. Με αυτή τη βάρκα έβγαλε τα πρώτα του χρήματα και την επούλησε στην έκτη γυμνασίου. Θυμάται στην πρώτη γυμνασίου, έγινε την ίδια μέρα μαθητής και καπετάνιος, σαν πήρε στη βάρκα του το σχολείο να πάνε εκδρομή.
Σε ένα από τα πιο αξιοπερίεργα δρομολόγια που χρειάστηκε να κάνει στη ζωή του, μετέφερε στη Λέρο ένα ζευγάρι ξένων. Ο άνδρας είχε αποβιώσει κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης και έπρεπε να γίνει νεκροψία. Σε όλη τη διαδρομή η γυναίκα καθόταν αμίλητη μέσα, ενώ τον νεκρό τον είχαν σε φορείο σκεπασμένο με μια κουβέρτα στην πρύμνη. Ο γιός του Δημήτρη, γεμάτος με την παιδική περιέργεια ενός εξάχρονου, δεν είχε ξαναδεί να κουβαλάει ο πατέρας του άνθρωπο έτσι και θέλησε να μάθει τι έκανε εκεί έξω άνθρωπος ξαπλωμένος. Πήρε έναν φακό, σήκωσε την κουβέρτα και είδε τον νεκρό γυμνό, μόνο με ένα ζευγάρι κάλτσες πετσετέ. Του έκανε τόση εντύπωση που έτρεξε να πει στον πατέρα του να δέσει τον νεκρό μη φύγει στη θάλασσα έτσι γυμνός με τις κάλτσες. Λίγο κόντεψαν να τον πάρουν τα γέλια μπροστά στην άτυχη γυναίκα.
Ο Δημήτρης μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα του νησιού του, πίσω από το τιμόνι που του εμπιστεύτηκε ο πατέρας του. Η θάλασσα ήταν γι’ αυτόν πάντα ένας τρόπος να ενώνει τους ανθρώπους και όταν μιλά γι’ αυτήν το κάνει με χαμόγελο, μα και με σεβασμό στην δύναμή της.
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά