Το σπίτι όπου κατοικεί είναι έργο του 1801. Το πρώτο πράγμα που σου τραβά την προσοχή, είναι τα μουσικά όργανα που κρατά φυλαγμένα μέσα σε αυτό. Λύρες, λαούτα και βιολιά, φτιαγμένα απ’ τα ίδια του τα χέρια. Ο Δημήτριος Φιλίππου δεν σπούδασε ποτέ οργανοποιία, ούτε μαθήτευσε πλάι σε κάποιον δάσκαλο. Στα 18 του έφτιαξε το πρώτο του βιολί οδηγημένος από την αγάπη του για την μουσική. Παραδόξως, δεν ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά, ούτε φτιάχνοντας όργανα, ούτε παίζοντας μουσική. Υπήρξε πάντα ερασιτέχνης μεν, εραστής τους μεγάλος δε. Γεννήθηκε το 1924 και τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε επί Ιταλικής κατοχής στο ιταλικό σχολείο. Όταν ήταν εννέα, διέκοψε το σχολείο και τον πήρε κοντά του ένας σιδεράς, για να έχει στα χέρια μια τέχνη, να μπορεί μεγαλώνοντας να βγάλει το ψωμί του. Μια μέρα που έψελνε στην εκκλησία, ένας φίλος του πατέρα του κατάλαβε πως ο μικρός ήξερε από γράμματα και αποφάσισε να τον βοηθήσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Άρχισαν έτσι, μαζί με ακόμη δύο παιδιά να μαθαίνουν ελληνικά κρυφά από τους Ιταλούς. Τελείωσαν μαζί το δημοτικό και με πείσμα και θέληση, σκληρό διάβασμα και εξετάσεις, ήταν οι πρώτοι τρεις στην Κάσσο που κατάφεραν να βγάλουν το γυμνάσιο. Με το εφόδιο της μόρφωσης, αποφάσισε να μπαρκάρει και να δώσει για πλοίαρχος.
Μέσα στην θάλασσα, όπως λέει, έχει βιώσει θαύματα. Σαν εκείνη τη φορά, ανήμερα του Ευαγγελισμού το 1953, όταν η μηχανή του πλοίου τους πρόδωσε ανοιχτά της Βαλτιμόρης, αλλά έξαφνα, η θάλασσα έγινε λαδιά και η ρυμούλκηση ήταν λες και κάναν βόλτα. Ταξίδευε 30 χρόνια και έχει δει με τα μάτια του όλο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία. Το νησί και τα παιδιά του τα έβλεπε κάθε ενάμιση χρόνο περίπου, που ζητούσε να επιστρέφει σπίτι του, για να μπορούν τα παιδιά του να τον αναγνωρίσουν, να μεγαλώνουν με την εικόνα του, να μην τον ξεχνάνε. Κάπου μέσα σε αυτό το σπίτι, υπάρχουν ακόμη βαλίτσες ολόκληρες, γεμάτες με γράμματα που ανταλλάσανε με τη σύζυγό του, όσο εκείνος ταξίδευε. Όταν το ‘90 επέστρεψε μόνιμα και πάλι στη στεριά, έπιασε να ασχολείται επιτέλους με την πρώτη του αγάπη. Ακόμη σκαλίζει τα σκαριά κάποιου λαούτου, διοχετεύοντας τη διαύγεια του νου και την όρεξή του για ζωή στο ξύλο.
Αν γυρνούσε το χρόνο πίσω, τη ζωή του δεν θα την άλλαζε. Γιατί στη θάλασσα είχε πάντα παρέα τον ουρανό, μέρα και νύχτα, σε κάθε άκρη του πλανήτη. Όποτε και αν έστρεφε το βλέμμα του σε αυτόν, εκείνος ήταν εκεί. Και αν τον βαστούσαν ακόμη τα πόδια του, θα ‘θελε τώρα να μπορεί να περνά περισσότερο χρόνο πατώντας τη γη, πλάι στα δέντρα του, να φροντίζει και να περιποιείται τις συκιές του, τις αμυγδαλιές, τις ελιές του.
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά