Ο κύριος Μιχάλης, βοσκός μία ζωή, γεννηθείς το 1933, ανεβοκατεβαίνει ακόμη κάθε μέρα στο βουνό όπου έχει τα ζώα του δίπλα στο Κάστρο της Χώρας Καλύμνου. Τα γόνατά του όμως πια δεν τον κρατάνε στις πολλές κατηφόρες, για να πηγαίνει πιο συχνά ως τη χώρα, να συναναστρέφεται τους ανθρώπους του που θέλει.
Γεννήθηκε στο δρόμο, όπως λέει χαριτολογώντας, αφού έσπασαν τα νερά της μητέρας του καθώς περπατούσε από τον Βαθύ για το χωριό της. Έξι αδέρφια ήταν, τρία αγόρια, τρία κορίτσια. Εν ζωή πια είναι μόνον εκείνος και η μικρότερη από τις αδερφές του και αυτό το λέει δακρύζοντας. Η γη και τα ζώα έχουν θρέψει τρεις γενιές της οικογένειάς του, ενώ ο πατέρας του αρνήθηκε να σπάσει την παράδοση και να αφήσει το νησί για την Αμερική, όπου ήταν ο πεθερός του, γιατί έλεγε πως γεννήθηκε μέσα στα ζώα και εκεί ήθελε να αποθάνει. Αυτό ήταν και για τον Μιχάλη Κλήμη το πεπρωμένο.
Έκανε φαντάρος είκοσι μήνες, πέρασε από την Καστοριά, την Θεσσαλονίκη και το Άργος, και άμα έβλεπε από τη σκοπιά κοπάδια στο βουνό, σκεφτόταν το σπίτι του, γεμάτος παράπονο για την μοίρα του μέχρι να μπορέσει να επιστρέψει στην μάνα του. Θυμάται σαν να ήταν εχθές το κακάρισμα των πουλιών στη λίμνη το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε στην Καστοριά και τον γοητεύει ακόμη η ομορφιά εκείνου του τοπίου, του τόσο διαφορετικού από αυτό του νησιού του.
Τότε που κατέλαβαν οι Ιταλοί το νησί τους, τους φοβόντουσαν, ωστόσο σιγά σιγά άρχισαν να τους πλησιάζουν και τελικά να τους πηγαίνουν γάλα και ζαρζαβάτια επάνω στο φυλάκιο του Προφήτη Ηλία. Εκεί όπου τον χειμώνα ο αέρας και το κρύο θερίζουν, αλλά έχεις θέα όλη την Κάλυμνο. Και είδαν πως δεν ήταν όπως οι Γερμανοί που θα έρχονταν μετά, και θα άφηναν την πείνα να θερίζει το νησί και τον φόβο να κυριεύει τις ψυχές των ανθρώπων.
Κάποτε ξημερωνότανε παίζοντας την τσαμπούνα του με το πιναύλι, σε γλέντια, σε γάμους και βαφτίσια, με τις παρέες τους στα καφενεία, αλλά πια δεν εμπορεί, αγέρας στο στέρνο δεν υπάρχει. Το ‘χει μαράζι που μεγαλώνει, αλλά ακόμη αρμέγει και φτιάχνει μυζήθρα μαζί με τον γιό και τον εγγονό του, ενώ η γυναίκα του ξεψαχνίζει το βουνό για άγρια χόρτα και φατολίτη. Παντρεύτηκαν το 1965 στην Παναγία των Τσουκχουών κάτω στη Χώρα και από τότε είναι μαζί κάθε μέρα. Ζουν και μεγαλώνουν στο βουνό, μαζί με το βουνό.
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά