Φτάνουμε στο ζεστό σπιτικό από τα οποία θεμέλια έχουν περάσει 5 γενιές Καμπόσων. ‘Οταν έτριζαν ρώταγε η γιαγιά, «ασκήσεις κάνουν από πάνω, Τούρκοι ήρθαν;» Στη βεράντα τους ακουμπισμένη είναι μια άγκυρα αρχαία και άλλοι θησαυροί που βρήκαν δύτες στο βυθό της θάλασσας. Ο προπάππος του Μανώλη ήταν φαροφύλακας το 1820 στα Λέβιθα. Μια μέρα στα χωράφια, έχωσε ένα χαστούκι ο μπάρμπας σε έναν νεαρό και αυτός θέλησε να τον εκδικηθεί. Πήγε στη Νάξο και επέστρεψε με μπρατσέρα πειρατική, πιάσανε το γέρο και βάλανε τη γιαγιά να ζεστάνει λάδι για να του το ρίξουν να τον βασανίσουν, αλλά όταν εκείνη το έριξε στο χώμα, εκείνος κατάφερε και το έσκασε με μπονάτσα να πάει στην Πάτμο να φέρει βοήθεια. Μέχρι να γυρίσει του είχαν πάρει όλα τα ζώα. Στα χρόνια του παππού με τους Ιταλούς δουλεύανε κανονικά, είχαν φέρει 10 παραγιούς, οργώνανε, σπέρνανε, θερίζανε και τα δίνανε Αμοργό και Πάτμο. Με τους Γερμανούς κρύφτηκαν στα βουνά, τους πήραν τα πάντα. Ακόμα και σε καιρό ειρήνης μετά τον πόλεμο, σκοτώνονταν νέα παιδιά. Εδώ δίπλα στο κάστρο το ‘74, τότε με το Κυπριακό, ανοίξανε όλμο δυο αντράκια να πάρουνε το μπαρούτι να το πουλήσουν και έσκασε.
Παντρέυτηκε με συνοικέσιο η κυρία Ειρήνη όταν ήταν 17, ήρθε στο νησί στα 18 το 1966. Δεν είχε ρεύμα τότε τίποτα ήταν δύσκολα, με φανάρι πήγαινε. Τηλέφωνο μπήκε με τη χούντα το 67. ‘Εφυγε από το νησί με καίκι όταν ήταν να γεννήσει. Τότε είχε άλλο ένα ζευγάρι μονάχα εδώ, δυστυχώς πέθανε ο άντρας και έφυγε η γυναίκα με την κόρη τους, πήγαν άλλα δύο ζευγάρια αλλά έκατσαν μονάχα ένα χρόνο. «Δε σκέφτηκα να φύγω από το νησί, τα παιδιά σκέφτομαι μόνο που είναι άξια και θα μπορούσαν να δημιουρήσουν κάτι». Μόνη μου ήμουν εδώ, και δεν ξέρεις αν θες παρέα, εξαρτάται, αν δεν είχαμε θέματα, και με ποιο σκόπο, δεν ξέρεις. Ο Μανώλης ήρθε στο νησί στα 5 του και πήγε σχολείο στην Πάτμο. «Παλιά παίζαμε έξω μέχρι να βραδιάσει, ήμασταν πιο σκληραγωγημένοι από τα παιδιά σήμερα». Με άπνοια είναι 2,5 ώρες η Πάτμος. Χάλασε το τρακτέρ 800 κιλά, και το φορτώσανε στο ψαροκαίκο 11,40μ. και με μαδέρια ξεφορτώσανε. ‘Αλλη φορά άνοιξε το παραπέτο και τους έπεσαν τα εμπορεύματα στη θάλασσα γιατί δεν σκέφτηκαν. «Πόσες σκάντζες γίνονται για να πάνε στο προορισμό τους χωρίς να λογαριάζουν τις φουρτούνες».
Ερχόντουσαν οι ξένοι με τα σκάφη και εδώ ήταν κτηνοτρόφοι δεν είχαν τίποτα. Μια μέρα ήρθε ένα σκάφος από την Αγγλία «παλιό σκαρί ωραίο», ανεβήκανε πρώτη φορά πάνω και ρώτησαν γιατί δεν προσφέρετε φαγητό? Τότε με τα ζώα όλη μέρα, άλλη ζωή. Δεν ξέρεις αν θα έχεις τη μία μέρα, δεν είμαστε κοντά σε κάποιο μαγαζί. Σιγά σιγά μια σαλάτα, πατάτες τηγανητές, ένα αυγό, ένα ψάρι. Τώρα έχουμε αυτάρκεια στο κρέας, το τυρί, τις ντομάτες, αν και ένα μαμούνι τις τρώει όλες. Οπότε το ‘86 ξεκινήσαμε την ταβέρνα για 2-3 σκάφη, με 15-20 άτομα είμαστε φουλ.
Μας φιλέψανε μακαρονάδες, βολβούς, μελιτζάνες, φέτα, πατατοσαλάτα και κρασί με ζεστά και καλόκαρδα χαμόγελα και έτσι γλυκά μας έκαναν να νιώσουμε σπίτι. Ομορφιές του νησιού; «Αγριάδα» ήταν η απάντηση με τη πιο μελένια έκφραση προσώπου.
Κείμενο: Μαριάννα Πατεράκη