Ο Ανδρέας Κιλτσιχτσής γεννήθηκε μέσα σε μια οικογένεια που αν και δεν είναι ελληνική, φέρει μεγάλο κομμάτι ελληνικότητας μέσα από την πίστη της, κομμάτι μίας μειονότητας αραβόφωνων ορθοδόξων της Αντιόχειας. Ο πατέρας του Κωνσταντινοπολίτης, ο ίδιος του Αθηναίος. Για χωριό του λογίζεται ένας μικρός τόπος ανάμεσα στο Χαλέπι και την Αντιόχεια, για τόπος του όμως πλέον μετρά στην καρδιά του η Αστυπάλαια.
Όταν τον κάλεσε πρώτη φορά το 2000 ο θείος του στο νησί, που είχε επιλέξει εκείνος τότε να ζήσει, θέλησε να τον συστήσει στην γοητεία που τον σαγήνευσε και τον κράτησε εδώ. Εκείνος, εισέρχονταν τότε στην ενηλικίωση και μέσα του ανακάλυπτε τι σημαίνει σύνδεση με έναν τόπο. Έπειτα από δύο- τρία χρόνια επισκέψεων, η Αστυπάλαια διεκδίκησε και κατέλαβε για τον Ανδρέα τον ρόλο της πατρίδας, που από παιδί αισθανόταν πάντα να την νιώθει μακριά. Κάθε χρόνο, του αποκαλύπτονταν όλο και περισσότερο η σαγηνευτική επίδραση που θα ασκούσε και σε εκείνον, όπως και στον θείο του το νησί. Ήταν ο τόπος που όφειλε να βρεθεί στο τέλος κάθε χρονιάς για να κάνει τον απολογισμό του, γιατί έχει κάνει όπως λέει, μια συμφωνία ενεργειακή με αυτόν τον τόπο, ένα αλισβερίσι που δεν είναι ποσοτικό, σαν ένα τάμα, μία δέσμευση διαφορετική.
Όταν γυρνά στην Αθήνα, η Αστυπάλαια τρυπώνει στα όνειρά του. Γιατί στον Αη Γιάννη, στο Τζανάκι και πάνω στο κάστρο πηγάζει η ελευθερία, του να νιώσει το πνεύμα του ανήσυχο, να επιτρέψει στον εαυτό του να είναι όπως είναι. Και δεν του είναι πάντα τόσο ευχάριστη η επίσκεψη αυτή στον Αη Γιάννη, γιατί εκεί μπήκε στην διαδικασία να εξαγνίσει κομμάτια του εαυτού του, που έκρυβαν φόβους και δυσκολίες.
Η πιο σημαντική στιγμή απ’ όλες στο νησί, ήταν ένα από τα πρώτα πανηγύρια που βίωσε στον Αη Γιάννη, γύρω στο 2005, όταν απουσία ορχήστρας, η βραδιά ντύθηκε από την μουσική μίας μοναχά τσαμπούνας και τις φωνές των παρευρισκομένων. Εκείνο το βράδυ, μεταξύ λίγων ανθρώπων, ξεδιπλώθηκε όλη η μυσταγωγία της Διονυσιακής γιορτής, που τόσους αιώνες, μέσα στα χρόνια, έχει ενσωματωθεί στις ψυχές των ανθρώπων και μπορεί και τους ενώνει μέσα από την δύναμη της μουσικής, του τραγουδιού που μοιράζεται και γυρνά.
Ίσως γι’ αυτό και την σχέση του με τούτο τον τόπο την τραγουδά και την διηγείται μέσω της μουσικής που έγραψε γι’ αυτόν. «Διάλεξα τόπο ν’ αγαπώ και χείλη να μισεύω, τη μοίρα εσυνάντησα και τώρα εγώ παιδεύω, ό,τι με τ’ όνειρο θεριεύω.».
Τα καλοκαίρια, όταν θέλει να επιτρέψει στον εαυτό του να ξεκουραστεί και να αφήσει πίσω την Αθήνα, η σκέψη του έρχεται εδώ και φέρνει μαζί του ένα μπρίκι για τον ελληνικό του, καρύδια με το μέλι, μία κιθάρα και ανθρώπους του εκλεκτούς, με τους οποίους επιθυμεί να μοιραστεί όσα του μοιράστηκε το νησί και η ενέργειά αυτού.
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά