Tη δύναμη της ψυχής του κύριου Αντώνη δύσκολα τη συναντάς… Για τα όσα άντεξε, όσα δημιούργησε και αυτός που τελικά έγινε και γνωρίσαμε εμείς, στα 93 του.
Μέσα στις κακουχίες του, έβρισκε στήριγμα στη μουσική και όταν κάποτε μπάρκαρε για τη Χαβάη, κόντεψε να χάσει την επιστροφή, γιατί ήθελε πολύ να μάθει να παίζει χαβανέζικα μουσικά όργανα. Στόχος του ήταν να γυρίσει στον Πύργο και να κάνει καντάδα στην αγαπημένη του -διαφορετική από κάθε άλλη- κάτι που έμελλε να καταλήξει σε Λαϊκό Δικαστήριο στην πλατεία του Πύργου εξαιτίας της σύλληψης ολόκληρης της παρέας από τους χωροφύλακες. Το Ειρηνοδικείο λειτουργούσε μια φορά τον μήνα και οι ίδιοι έπρεπε να δώσουν 50 δραχμές έκαστος στον δικηγόρο, για να τους εκπροσωπήσει. Δεν είχαν όμως αυτά τα χρήματα με αποτελέσμα να αποφασίσουν να εκπροσωπήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Όταν ο χωροφύλακας απευθύνθηκε στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου λέγοντάς του: «Τραγουδούσαν γκαροφώνως μετά τα μεσάνυχτα!», πήρε τον λόγο ο αρχηγός, ο Πολογιώργης απαντώντας: «Εμείς τραγουδάμε ωραία, κύριε Πρόεδρε. Ρωτήστε και το κοινό» και το κοινό απάντησε: «Αηδόνια!».
Τότε οι κατηγορούμενοι πήραν την άδεια από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου να φέρουν τα όργανά τους, για να αποδείξουν πόσο καλοί είναι. Όταν ξεκίνησαν να παίζουν το τραγούδι «Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι», ο Πρόεδρος ενθουσιασμένος τους παρότρυνε να συνεχίσουν, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μετατραπεί σε μια πολύ ξεχωριστή μουσική παράσταση! Στο τέλος, αθώωσε ο Πρόεδρος τους πέντε νέους με περίσσεια χαρά και καταδίκασε ομοφώνα τον χωροφύλακα λέγοντάς του «Κύριε χωροφύλαξ, εγκληματίσατε!».