Η ζωή και η καθημερινότητα του νησιού αποτυπώνονται εδώ και δεκαετίες μέσα από τους στίχους του Ψαροστέφανου. Γεμάτοι ρομαντισμό μα και χιούμορ, φτιαγμένοι από την γλαφυρότητα που γεννά η παρατήρηση της ζωής μέσα απ’ τα μάτια ενός ανθρώπου ευφυούς και ευαίσθητου, μέχρι και στο άνθισμα της φύσης.
Ήτανε δώρο για τους γονείς του, εκείνος και ο αδερφό του, αφού πέρασαν οκτώ χρόνια παντρεμένοι μέχρι να τους κάνουνε, και τότε όπως λέει, να ‘ναι ένα ζευγάρι άτεκνο ήτανε βάσανο μεγάλο και αφορμή για λόγια στο χωριό.
Ο πατέρας του Στέφανου Ψαρρά, ήταν βοσκός και με την μάνα του παντρεύτηκαν μέσα στην κατοχή, το ‘43. Ήθελε ο γιός του να μάθει γράμματα, που τόσο τα είχε λαχταρίσει και στερηθεί απ’ τη ζωή που τον έβαλε στη δουλειά μικρό παιδί σαν έχασε τα δυο του αδέρφια και ανέλαβε να φέρνει βόλτα την περιουσία της οικογένειας. Του Στέφανου όμως του άρεσαν τ’ αμπέλια, οι μπαξέδες, τ’ αρμέγματα και η βοσκή, η σπορά και ο θερισμός στα χωράφια. Για να τον ξεκόψει ο πατέρας του από τις δουλειές αυτές και να μπει στα γράμματα τον έστειλε, σαν έγινε έντεκα, στην Αθήνα σε έναν θείο του που κρατούσε μπακάλικο στη Νέα Σμύρνη.
Αργοκίνητος ο θείος, σπίρτο αναμμένο ο Στέφανος τον έβαλε να κάνει όλες τις δουλειές και πότε πότε ήταν λες και παίζει τον Χατζηχρήστο στον Μπακαλόγατο. Στην Αθήνα έκανε και πολλές άλλες δουλειές για το χαρτζιλίκι. Είχε σταθερά ένα μεροκάματο στην οικοδομή από τα δεκατέσσερά του, που έφυγε μαλωμένος με τον θείο από το μπακάλικο, και περιστασιακά έβγαζε το κατιτίς παραπάνω σιάζοντας τις καρέκλες στα σινεμά και πουλώντας στις γειτονιές πάγο.
Η Χούντα τον πρόλαβε στην πρωτεύουσα και είναι μέρες που δεν θέλει να τις θυμάται, γεμάτες ταραχή και κακό. Γύρισε στο νησί του όταν έκλεισε τα δεκαοχτώ, τότε που όλοι οι άλλοι έφευγαν για να δουλέψουν στις οικοδομές της Αθήνας. Εκείνος ήθελε όμως να επιστρέψει σε όσα αγαπημένα είχε αφήσει πίσω του, στα ζώα και στη γη δίπλα στον πατέρα του. Το πιο σημαντικό ποίημα της ζωής του, το έγραψε για αντίο σαν έχασε εκείνον, μέσα σε είκοσι στίχους αφιερωμένους στον αφέντη του, όπως τον λέει, με τον οποίο είχε μεγαλώσει μαζί ανάμεσα στη φύση και τα θαύματά της.
Έχει φωτογραφίσει όλα τα αγριολούλουδα της Νάξου και τα έχει καταγράψει με τα τοπικά τους ονόματα. Προφύλαξε είδη που κινδύνευαν να χαθούνε και εξέθεσε τις φωτογραφίες του για να μάθει καιο κόσμος στο νησί για αυτά. Έχει μπολιάσει πάνω από δέκα χιλιάδες δέντρα με παλιές και νέες ποικιλίες και έχει περισώσει όλες τις παραδοσιακές και παλιές ποικιλίες απ’ τα αμπέλια του νησιού. Η φύση είναι κομμάτι της ψυχής του και πηγή αστείρευτη της έμπνευσής του ανάμεσα στα τσαπίσματα και τα κλαδέματα.
Διηγείται τις ιστορίες της ζωής του με τον βαθειά φωνή του χωρίς να χάνει τον ήρεμο τόνο της. Κάθε μια απ’ τις ιστορίες του έχει γίνει και τραγούδι. Έπιασε τσαμπούνα από μικρό παιδί στα οκτώ του. Θυμάται πως από τα δέκα παιδιά που ήταν στο δημοτικό τότε, τα έξι ή εφτά κοπέλια παίζανε τσαμπούνα και οι δάσκαλοι τους κυνηγούσαν να τις αφήσουν μπας και μάθουν γράμματα. Έφτιαχνε μόνος του απ’ τις προβειές τουμπάκια να παίζει και μοναχός του έφτιαξε και την πρώτη του λύρα, γιατί του άρεσε η κρητική μουσική και μέσα σ’ έξι μήνες πήγαινε ήδη και στα γλέντια. Οι επαγγελματίες εκείνον τον καιρό φοβόντουσαν λέει να παίξουνε στα γλέντια, για να μην βρούνε τον μπελά τους πάνω σε κανέναν τσακωμό. Μια φορά είχε τύχει σε ένα γλέντι τρικούβερτο, που ο κόσμος δεν χόρταινε να χορεύει, ένα ολόκληρο μηνιάτικο για να μην σταματούν να παίζουν μουσική.
Σαν έμαθε να παίζει το βιολί, έγινε πρώτος και στις πατινάδες. Αν αγαπούσε κάποιο κοπέλι καμία κοπελούδα στο χωριό, τον έπαιρνε μαζί να της κάνουν πατινάδα κάτω απ’ το παραθύρι της. Ήξερε για όλα τα κοπέλια στο χωριό ποιαν αγάπαγε η καρδιά τους. Ήτανε δύσκολο τότε να πλησιάσεις το κορίτσι που σου άρεσε, η πατινάδα ήταν η μόνη λύση, γιατί μέχρι να καταφέρεις να της μιλήσεις, μπορεί οι γονείς της να προλάβαιναν να την λογοδώσουνε με κάποιον άλλο.
Όταν γνώρισε την γυναίκα του και ο λογισμός του έτρεχε όλο σε εκείνη, τον φωνάζαν στην δουλειά σαν τον βλέπαν όλο στα χαμένα. Της έγραψε τότε ένα κοτσάκι και την επήρε τηλέφωνο να της το πει. «Να δίνω με τη σκέψη μου δυο πάρτες να τη βγάνω, η μια εσένα να κλουθά και η άλλη δουλειές να κάνω.»
Η κάθε του μέρα είναι μουσική και γι’ αυτό διδάσκει ακόμη αφιλοκερδώς στα παιδιά απ’ το Φιλώτι λύρα, τσαμπούνα, τουμπάκι και βιολί. «Αγαλιάζει η ψυχή μου σαν πιάσει ένα παιδί τ’ όργανο και λαβώσει σωστά τη νότα».
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά