Ο Νίκος Ζακχαίος γεννήθηκε στην Ίο το 1954. Αφότου πήγε φαντάρος μπάρκαρε και από το ‘74 έως το ‘95 ταξίδευε σε φορτηγά πλοία και κρουαζιερόπλοια στην Αμερική, την Ευρώπη, την Ρωσία, σε όλο τον κόσμο. Γύρισε όλα τα νησιά της Καραϊβικής, Γουαδελούπη, Μπαχάμες, Τζαμάικα, απ’ όλα πέρασε. Έχει περάσει αμέτρητες φορές την διώρυγα του Παναμά και του Σουέζ και έχει μπει με καράβια ακόμη και στα ποτάμια του Μπαγκλαντές.
Πολλές φορές βρέθηκε να φοβάται για τη ζωή του, όπως στο πιο μεγάλο του ταξίδι, δεκατρείς ημέρες, από Ελλάδα Καναδά. Καθώς ταξίδευαν στη μέση του ωκεανού, περικύκλωσαν το πλοίο τέσσερις κυκλώνες. Ακυβέρνητοι στη μέση του πουθενά, καρτερούσαν για πέντε μέρες ζωσμένοι τα σωσίβια να ξεφύγουν από τον καιρό. Ήταν τόση η δύναμη του αέρα, που το πλοίο μαζί με μία από τις λέμβους του, έχασε και όλο του το χρώμα απ’ έξω, ξεγυμνώθηκε εντελώς από τη δύναμη με την οποία το μαστίγωνε ο αέρας, που καθώς έφτασαν Καναδά, βγήκε στη στεριά για επισκευή. «Το βαπόρι είναι δουλειά 24ωρου, δεν σταματά ποτέ όσο είσαι επάνω, πάντα κάτι πρέπει να κάνεις, πάντα μαζί του ασχολείσαι.». Οι άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά είναι δύο λογιών λέει, εκείνοι που δεν βγαίνουν από το καράβι και έχουν στο νου τους να κάνουν ένα καλό κομπόδεμα, και εκείνοι που μόλις πιάσουνε λιμάνι αναζητούν την διασκέδαση, να ανακαλύψουν τη ζωή που κρύβει κάθε μέρος.
Ο Νίκος πάντα την διασκέδαζε την ζωή του, γι’ αυτό και τον φωνάζουμε «μπουμπούκι», γιατί ότι μπορούσε να χαρεί το χάρηκε, και τα ταξίδια του και τις γυναίκες της ζωής του και τη φύση που λατρεύει. Η ζωή όπως λέει, δεν είναι να έχεις λεφτά, την παλεύεις και έτσι αν θες, χωρίς φράγκο, και με δέκα θα ζήσεις και με χίλια. «Όχι πως δεν θα ευχαριστηθώ να πάω σε ένα καλό ξενοδοχείο να μείνω. Αλλά με ευχαριστεί πιο πολύ να είμαι επάνω στο βουνό, να ακούω μόνο αυτό, που δεν σου τρώει την κεφαλή. Όπου και να πας ο νους του κόσμου είναι στο χρήμα, αλλά μαζί σου θα τα πάρεις; Ο καθένας το πώς το βλέπει είναι το θέμα. Η μεγάλη ζωή δεν με ενδιαφέρει, και με έναν καφέ και με ένα ποτήρι κρασί θα την εβρώ. Να το διασκεδάζεις, αυτή είναι η λογική της φύσεως.»
Η πρώτη του γυναίκα, Σεβιλιάνα, την παντρεύτηκε ορθόδοξα μα και καθολικά, και θα μείνει μαζί της για πάντα παντρεμένος με τα δεσμά του αλλότριου δόγματος, αφού να τα σπάσει σύμφωνα με τη θρησκεία δεν μπορεί. Την δεύτερη γυναίκα του, του την στέρησε ο θάνατος. Με την τρίτη του γυναίκα είναι ακόμη μαζί. Στις δυσκολίες που έρχονται, εκείνος προτιμά να είναι αισιόδοξος και να πιστεύει πως ό,τι και να ‘ρθει θα περάσει, γιατί αν τα αφήσεις σε τρώνε.
Το 1991, ένα βράδυ μέσα στο καταχείμωνο που είχε μείνει στο νησί για τις γιορτές, καθώς τα έπινε στα μπουζούκια, έπιασε κουβέντα με έναν βοσκό. «Θα τα πουλήσω τα ζώα. Πόσα λεφτά θέλεις; Τόσα. Πάρ ‘τα.». Έτσι απλά απέκτησε τα πρώτα του ζώα. Ο πατέρας του ήταν βοσκός, μα τα ζώα του τα είχε πουλήσει προ πολλού. Δέκα χρόνια που ήταν στη γύρα ο Νίκος, του φύλαξε τα δεκαπέντε ζωντανά ένας άλλος βοσκός, μέχρις ότου εκείνος επέστρεψε και τακτοποιήθηκε μόνιμα στην Ίο το 2002. Περιέφραξε τα κτήματά του και άρχισε να ασχολείται μαζί τους, ενώ παράλληλα έκανε και άλλη δουλειά. Το 2006 τα άφησε όλα και αφοσιώθηκε σε αυτά. «Παρότι ήμουνα τόσα χρόνια μέσα στη θάλασσα, αν μεγαλώσεις με τα ζωντανά δεν τα ξεχνάς, είναι δυνατά σαν τον μαγνήτη. Το κουβαλάς μέσα σου.».
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά