Η φωνή της κυρίας Ευαγγελίας αντηχεί την αγωνία, και συνάμα την ελπίδα, των ανθρώπων μπροστά στο θάνατο και τη ζωή, καθώς τραγουδά τις στιχοπλακιές από την Τουρκοκρατία, που της έμαθε η μάνα της.
Οι στίχοι πέρασαν από γενιά σε γενιά μέσα απ’ τις μαζώξεις τους στις μάντρες, τα πανηγύρια και τις γιορτές. Εξιστορούσαν τις δυσκολίες της κάθε μέρας, μα και τις γλύκιες τους. Όσο οι προηγούμενες γενιές των γυναικών φεύγουν όμως, σβήνουν σιγά σιγά μαζί τους και οι στίχοι από την μνήμη.
Η μάνα της δεν ήξερε γράμματα και από τον καμό της φώναζε τα παιδιά της να μάθουν, για να ξεφύγουν από την δύσκολη ζωή που είχε εκείνη. Δεν τους άφηνε να χάσουν ούτε μέρα από το σχολείο.
Η κυρία Ευαγγελία λέει πως αγαπούσε υπερβολικά τον Χριστό, και για χάρη του ταξίδεψε, σαν ξεπαίδιασε, σε όσα μέρη της Ελλάδας μπόρεσε να προσκυνήσει την χάρη του.
Το γέλιο της ρέει γαργάρο κάθε φορά που τελειώνει έναν στίχο, λες και είναι μικρό κορίτσι που μόλις έμαθε ακόμη ένα τραγούδι για να λέει μαζί με τις γυναίκες της Κω.